Εισαγωγή: Ο βρώμικος πόλεμος ενάντια στη Συρία

Με τη βοήθεια της Δύσης, μεγάλο μέρος της Συρίας βρέθηκε υπό την κατοχή των τζιχαντιστών

Πολλοί δεν είδαν ότι αυτοί που παρείχαν τον οπλισμό στους εξεγερμένους –δηλαδή το Κατάρ και η Σαουδική Αραβία– διέδιδαν επίσης πλαστές ειδήσεις στα αντίστοιχα μέσα ενημέρωσής τους, το Al Jazeera και το Al Arabiya. Υπήρχαν όμως και άλλοι λόγοι που άντεξαν τόσο οι μύθοι γύρω από αυτόν τον πόλεμο. Σε πολλά δυτικά ακροατήρια, σε φιλελεύθερους και αριστερούς καθώς και σε πιο συντηρητικούς, φάνηκε να αρέσει η ιδέα του δικού τους ρόλου ως σωτήρες ενός ξένου λαού. Έτσι, βρέθηκαν να μιλούν με πάθος για μια χώρα για την οποία γνώριζαν λίγα πράγματα, και συμμετείχαν σε αυτό που φαινόταν να είναι ένας «δίκαιος αγώνας» ενάντια σε αυτόν το νέο «δικτάτορα». Έχοντας πλέον μια αποστολή και μια περήφανη εικόνα για τον εαυτό του, το δυτικό κοινό ξέχασε τα ψέματα των προηγούμενων πολέμων αλλά και την ίδια του την αποικιακή κληρονομιά.
[Αναδημοσιεύουμε (από το avantgarde2009) το πρώτο κεφάλαιο του «Βρώμικου Πολέμου Ενάντια Στη Συρία» του Τιμ Άντερσον, που μπορείτε να βρείτε στα κεντρικά βιβλιοπωλεία. Εδώ και η σελίδα του βιβλίου στο facebook.]

Μολονότι κάθε πόλεμος κάνει ευρεία χρήση ψευδών και εξαπάτησης, o βρώμικος πόλεμος ενάντια στη Συρία έχει βασιστεί σε ένα επίπεδο μαζικής παραπληροφόρησης που δεν έχουμε ξαναδεί, όσο τουλάχιστον μπορούμε να θυμηθούμε. Ο Βρετανο-Αυστραλός δημοσιογράφος Philip Knightley επισημαίνει ότι ο πόλεμος της προπαγάνδας τυπικά περιλαμβάνει «ένα θλιβερά προβλέψιμο μοτίβο» δαιμονοποίησης του ηγέτη του εχθρού, στη συνέχεια δαιμονοποίησης του «λαού του εχθρού» μέσα από ιστορίες φρικαλεοτήτων, πραγματικές ή φανταστικές» (Knightley 2001). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ένας ήπιου χαρακτήρα οφθαλμίατρος που ονομάζεται Μπασάρ αλ-Άσσαντ έγινε το νέο «κακό» στον κόσμο και, σύμφωνα με συνεπείς αναφορές στα δυτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, ο συριακός στρατός δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να σκοτώνει αμάχους για περισσότερα από τέσσερα χρόνια. Μέχρι σήμερα, πολλοί φαντάζονται ότι η σύγκρουση στη Συρία είναι ένας «εμφύλιος πόλεμος», μια «λαϊκή εξέγερση» ή κάποιου είδους εσωτερική σύγκρουση μεταξύ θρησκευτικών ομάδων. Αυτοί οι μύθοι αποτελούν από πολλές απόψεις ένα σημαντικό επίτευγμα των μεγάλων δυνάμεων, που έχουν εκτελέσει επιτυχημένα μια σειρά από επιχειρήσεις «αλλαγής καθεστώτος» στην περιοχή της Μέσης Ανατολής κατά τα τελευταία 15 χρόνια, όλες με ψευδή προσχήματα.

Αυτό το βιβλίο είναι μια προσεκτική ακαδημαϊκή εργασία, αλλά και μια ισχυρή προάσπιση του δικαιώματος του συριακού λαού να καθορίσει τη δική του κοινωνία και το δικό του πολιτικό σύστημα. Η θέση αυτή είναι σύμφωνη με τις αρχές του διεθνούς δικαίου και των ανθρώπινων δικαιωμάτων, αλλά μπορεί να ερεθίσει τις δυτικές ευαισθησίες, συνηθισμένοι καθώς είμαστε σε ένα υποτιθέμενο «προνόμιο παρέμβασης». Μερικές φορές πρέπει να γίνομαι ωμός, γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί κανείς να διεμβολίσει τη διγλωσσία. Στη Συρία οι μεγάλες δυνάμεις προσπάθησαν να κρύψουν την επέμβασή τους πολεμώντας «δια αντιπροσώπων», ενώ ταυτόχρονα δαιμονοποιούσαν τη συριακή κυβέρνηση και το συριακό στρατό κατηγορώντας τους για συνεχείς φρικαλεότητες. Αργότερα, δε, προσποιήθηκαν ότι σώζουν το λαό της Συρίας από τη δική του κυβέρνηση. Πολύ λιγότεροι δυτικοί αντιτίθενται στον πόλεμο στη Συρία από αυτούς που αντιτάχθηκαν στην εισβολή στο Ιράκ, επειδή εξαπατήθηκαν σχετικά με την πραγματική φύση του.

Το 2011 δεν καταλάβαινα παρά μόνο βασικά πράγματα για τη Συρία και την ιστορία της. Ήμουν ωστόσο τρομερά καχύποπτος όταν διάβασα για τη βία που ξέσπασε στη Νταράα, μια νότια συνοριακή πόλη. Ήξερα ότι τέτοια βία (ελεύθεροι σκοπευτές που πυροβολούν αστυνομία και αμάχους, χρήση ημιαυτόματων όπλων) δεν προκύπτει αυθόρμητα από τις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας στους δρόμους. Και ήμουν τρομερά καχύποπτος απέναντι στις μεγάλες δυνάμεις. Σε όλη μου τη ζωή ακούω ψέματα που χρησιμοποιούνται ως προσχήματα για πόλεμο. Αποφάσισα να ερευνήσω τη σύγκρουση στη Συρία, διαβάζοντας εκατοντάδες βιβλία και άρθρα, βλέποντας πολλά βίντεο και μιλώντας σε όσους Σύρους μπορούσα. Έγραψα δεκάδες άρθρα και επισκέφτηκα τη Συρία δύο φορές κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης. Το βιβλίο αυτό είναι το αποτέλεσμα αυτής της έρευνας.

Οι «βρώμικοι πόλεμοι» δεν είναι κάτι καινούργιο. Ο εθνικός ήρωας της Κούβας, Χοσέ Μαρτί, προέβλεψε μιλώντας σε ένα φίλο του ότι η Ουάσινγκτον θα προσπαθούσε να παρέμβει στον αγώνα της ανεξαρτησίας της Κούβας ενάντια στην Ισπανία. «Θέλουν να προκαλέσουν πόλεμο», έγραψε το 1889 «για να έχουν ένα πρόσχημα για να επέμβουν και, με την αρμοδιότητα που παρέχει η θέση του διαμεσολαβητή και του εγγυητή, να αρπάξουν την χώρα… Δεν υπάρχει πιο άνανδρο πράγμα στα χρονικά των ελεύθερων ανθρώπων, ούτε τέτοιου είδους ανηλεές κακό» (Martí 1975: 53).

Εννέα χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια του Τρίτου Πολέμου της Ανεξαρτησίας, μια έκρηξη στο λιμάνι της Αβάνα κατέστρεψε το πολεμικό πλοίο USS Maine, σκοτώνοντας 258 Αμερικανούς ναύτες, χρησιμεύοντας έτσι ως πρόσχημα για την εισβολή των ΗΠΑ. Ο ισπανοαμερικανικός πόλεμος που ακολούθησε άρπαξε τη νίκη από τους Κουβανούς και επέτρεψε στις ΗΠΑ να αποκτήσουν τον έλεγχο και των υπόλοιπων ισπανικών αποικιακών εδαφών. Η Κούβα υπέστη την προσάρτηση εδαφών της και την επιβολή ενός συντάγματος με πολλές υποχωρήσεις. Δεν υπήρξαν ποτέ στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι για την έκρηξη της βόμβας στο Maine ευθύνονταν οι Ισπανοί, και πολλοί Κουβανοί πιστεύουν ότι οι ίδιοι οι Βορειοαμερικανοί έβαλαν τη βόμβα στο δικό τους πλοίο. Το μνημείο στην Αβάνα στη μνήμη των ναυτών φέρει ακόμη την επιγραφή: «Στα θύματα του Maine, που θυσιάστηκαν για την ιμπεριαλιστική απληστία και την επιθυμία απόκτησης ελέγχου του νησιού της Κούβας» (Richter 1998).

Οι ΗΠΑ εξαπέλυσαν δεκάδες επεμβάσεις στη Λατινική Αμερική κατά τη διάρκεια του αιώνα που ακολούθησε. Ένας από τους αξιοσημείωτους βρώμικους πολέμους διεξήχθη από υποστηριζόμενους από τη CIA «μαχητές της ελευθερίας», μισθοφόρους με έδρα την Ονδούρα, οι οποίοι επιτέθηκαν στην κυβέρνηση των Σαντινίστας και στο λαό της Νικαράγουα τη δεκαετία του 1980. Η σύγκρουση, ως προς τη μέθοδο που ακολουθήθηκε, δεν είχε μεγάλες διαφορές από τον πόλεμο στη Συρία. Στη Νικαράγουα σκοτώθηκαν πάνω από 30,000 άνθρωποι. Το Διεθνές Δικαστήριο έκρινε τις ΗΠΑ ένοχες για μια σειρά από επιθέσεις τρομοκρατικού χαρακτήρα στη μικρή χώρα της Κεντρικής Αμερικής και αποφάσισε ότι οι ΗΠΑ οφείλουν στη Νικαράγουα αποζημίωση (ICJ 1986). Η Ουάσινγκτον αγνόησε αυτές τις αποφάσεις.

Με την «Αραβική Άνοιξη» του 2011 οι μεγάλες δυνάμεις εκμεταλλεύτηκαν την πολιτική αναστάτωση, αξιοποιώντας την ευκαιρία για να επιβάλουν έναν «ισλαμικό χειμώνα», εξαπολύοντας επίθεση στα λίγα εναπομείναντα ανεξάρτητα κράτη της περιοχής. Πολύ γρήγορα είδαμε την καταστροφή της Λιβύης, μιας μικρής χώρας με το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο στην Αφρική. Οι βομβαρδισμοί του ΝΑΤΟ και μια εκστρατεία των ειδικών δυνάμεων βοήθησαν τις ομάδες της αλ-Κάιντα στο έδαφος. Το υπόβαθρο για την επέμβαση του ΝΑΤΟ ήταν διάφορα ψέματα περί υποτιθέμενων σφαγών που δήθεν διεξάγονταν ή σχεδιάζονταν από την κυβέρνηση του προέδρου Μουαμάρ Καντάφι. Οι ισχυρισμοί αυτοί οδήγησαν άμεσα σε ένα ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, κατά τα λεγόμενα για την προστασία των αμάχων μέσω μιας «ζώνης απαγόρευσης πτήσεων». Τώρα πια γνωρίζουμε ότι η εμπιστοσύνη προδόθηκε και ότι οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ καταχράστηκαν την περιορισμένη εξουσιοδότηση που τους δόθηκε από τον ΟΗΕ με σκοπό να ανατρέψουν την κυβέρνηση της Λιβύης (McKinney 2012).

Στη συνέχεια, βέβαια, δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι ο Καντάφι είχε σκοπό να πραγματοποιήσει ή πραγματοποίησε ή απείλησε να πραγματοποιήσει μαζικές σφαγές, όπως είχε ευρέως διαδοθεί (Forte 2012). Η Genevieve Garrigos της Διεθνούς Αμνηστίας (Γαλλία) παραδέχθηκε ότι δεν υπήρχε «καμία απόδειξη» που να υποστηρίζει τους παλαιότερους ισχυρισμούς της Αμνηστίας ότι ο Καντάφι είχε χρησιμοποιήσει «μαύρους μισθοφόρους» για να διαπράξει σφαγές (Forte 2012· Edwards 2013). Ο Alan Kuperman αντλώντας στοιχεία κυρίως από βορειοαμερικανικές πηγές καταδεικνύει τα ακόλουθα σημεία: πρώτον, η καταστολή της κυρίως ισλαμιστικής εξέγερσης στην ανατολική Λιβύη από τον Καντάφι επέφερε «το θάνατο πολύ λιγότερων ανθρώπων» από ό,τι είχε διαδοθεί. Υπήρχαν πράγματι αποδεικτικά στοιχεία ότι «απέφυγε την αδιακρίτως ασκούμενη βία». Οι Ισλαμιστές από την άλλη ήταν οπλισμένοι από την αρχή. Επόμενες εκτιμήσεις των ΗΠΑ έλεγαν πως από τα περίπου 1,000 θύματα στις πρώτες εφτά εβδομάδες, περίπου το 3% ήταν γυναίκες και παιδιά (Kuperman 2015). Δεύτερον, όταν οι κυβερνητικές δυνάμεις ήταν έτοιμες να ανακτήσουν το ανατολικό κομμάτι της χώρας, επενέβη το NATO ισχυριζόμενο πως το έκανε για να αποτρέψει την επικείμενη σφαγή. Δέκα χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν μετά την επέμβαση του NATO, σε σύγκριση με τους χίλιους που αναφέρθηκαν παραπάνω. Ο Καντάφι είχε δεσμευτεί ότι δε θα προβεί σε αντίποινα στη Βεγγάζη και δεν προέκυπτε «κάποιο στοιχείο ή κάποιος λόγος» που να στηρίζει τον ισχυρισμό ότι σχεδίαζε μαζικές σφαγές (Kuperman 2015). Η ζημιά έγινε. Το NATO παρέδωσε τη χώρα σε συγκρουόμενες ομάδες Ισλαμιστών και «φιλελεύθερων» ευθυγραμμισμένων με τη Δύση. Ανατράπηκε ένα σχετικά ανεξάρτητο κράτος ενώ η Λιβύη καταστράφηκε. Τέσσερα χρόνια μετά δεν υφίσταται λειτουργική κυβέρνηση και η βία συνεχίζεται. Ένας ακόμα επιθετικός πόλεμος, αυτή τη φορά κατά της Λιβύης, έμεινε ατιμώρητος.

Δύο μέρες πριν από το βομβαρδισμό της Λιβύης από το ΝΑΤΟ ξέσπασε μια άλλη ένοπλη ισλαμιστική εξέγερση στη Νταράα, τη νοτιότερη πόλη της Συρίας. Ωστόσο, επειδή αυτή η εξέγερση συνδέθηκε με τις διαδηλώσεις του κινήματος για πολιτικές μεταρρυθμίσεις, η πραγματική της φύση αποκρύφτηκε. Πολλοί δεν είδαν ότι αυτοί που παρείχαν τον οπλισμό στους εξεγερμένους –δηλαδή το Κατάρ και η Σαουδική Αραβία– διέδιδαν επίσης πλαστές ειδήσεις στα αντίστοιχα μέσα ενημέρωσής τους, το Al Jazeera και το Al Arabiya. Υπήρχαν όμως και άλλοι λόγοι που άντεξαν τόσο οι μύθοι γύρω από αυτόν τον πόλεμο. Σε πολλά δυτικά ακροατήρια, σε φιλελεύθερους και αριστερούς καθώς και σε πιο συντηρητικούς, φάνηκε να αρέσει η ιδέα του δικού τους ρόλου ως σωτήρες ενός ξένου λαού. Έτσι, βρέθηκαν να μιλούν με πάθος για μια χώρα για την οποία γνώριζαν λίγα πράγματα, και συμμετείχαν σε αυτό που φαινόταν να είναι ένας «δίκαιος αγώνας» ενάντια σε αυτόν το νέο «δικτάτορα». Έχοντας πλέον μια αποστολή και μια περήφανη εικόνα για τον εαυτό του, το δυτικό κοινό ξέχασε τα ψέματα των προηγούμενων πολέμων αλλά και την ίδια του την αποικιακή κληρονομιά.

Δε θα ήμουν υπερβολικός αν ισχυριζόμουν ότι στο βρώμικο πόλεμο ενάντια στη Συρία ο δυτικός πολιτισμός εν γένει εγκατέλειψε τις καλύτερες παραδόσεις του –την παράδοση του ορθού λόγου, την τήρηση των αρχών δεοντολογίας και την αναζήτηση αποδείξεων από ανεξάρτητες πηγές σε περιόδους συγκρούσεων– χάριν των χειρότερων παραδόσεών του, χάριν του «αυτοκρατορικού προνομίου» της επέμβασης, που στηρίζεται σε βαθιά ρατσιστικές προκαταλήψεις και φτωχή επίγνωση της ίδιας του της κουλτούρας. Αυτή η αδυναμία ενισχύθηκε από μια άγρια εκστρατεία πολεμικής προπαγάνδας. Αφότου ξεκίνησε η δαιμονοποίηση του ηγέτη της Συρίας, Μπασάρ αλ-Άσσαντ, οικοδομήθηκε ένας μηχανισμός που απέκρυπτε σχεδόν κάθε στοιχείο που θα μπορούσε να υπονομεύσει την εκδοχή που παρουσίαζαν για τον πόλεμο. Ελάχιστες σοβαρές δυτικές οπτικές εκφράστηκαν για τη Συρία μετά το 2011, καθώς οι φωνές που ασκούσαν κριτική μπήκαν στη μαύρη λίστα.

Ήταν σε αυτό το πλαίσιο που ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο αυτό. Είναι μια υπεράσπιση της Συρίας που δεν απευθύνεται πρωταρχικά σε αυτούς που είναι βυθισμένοι στους δυτικούς μύθους, αλλά στους άλλους, σε αυτούς που αμφισβητούν τους μύθους αυτούς. Πρόκειται λοιπόν για ένα βιβλίο βασισμένο σε πηγές που αποτελεί συμβολή στην ιστορία της συριακής σύγκρουσης. Οι ιστορίες της Δύσης έχουν γίνει αυτοαναφορικές και πιστεύω ότι είναι χάσιμο χρόνου να τους αφιερώσουμε περισσότερη προσοχή. Είναι καλύτερα, νομίζω, να μιλάμε για τα τρέχοντα γεγονότα ως έχουν κι έπειτα να αντιμετωπίσουμε τα προπετάσματα καπνού. Δεν αγνοώ τους δυτικούς μύθους, στην πραγματικότητα αυτό το βιβλίο καταγράφει πολλούς από αυτούς. Εστιάζω όμως πρωτίστως στην πραγματικότητα του πολέμου.

Η δυτική μυθολογία βασίζεται στην ιδέα των αυτοκρατορικών προνομίων, θέτοντας το ερώτημα τι πρέπει να κάνουμε «εμείς» για τα προβλήματα ενός άλλου λαού. Αυτή είναι μια προσέγγιση που δεν έχει καμία βάση στο διεθνές δίκαιο ή τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τα επόμενα βήματα περιλαμβάνουν μια σειρά από κατασκευασμένες ιστορίες για τα προσχήματα, το χαρακτήρα και τα γεγονότα του πολέμου. Το πρώτο πρόσχημα για το ζήτημα της Συρίας έλεγε ότι οι χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ και οι μοναρχίες του Κόλπου υποστήριζαν μια κοσμική και δημοκρατική επανάσταση. Όταν αυτό έπαψε να είναι αληθοφανές, η δεύτερη ιστορία που προβλήθηκε ήταν ότι έσωζαν την καταπιεζόμενη πλειοψηφία του πληθυσμού, τους «Σουνίτες Μουσουλμάνους», από ένα μισαλλόδοξο «αλαουίτικο καθεστώς». Στη συνέχεια, όταν οι μισαλλόδοξες φρικαλεότητες των αντικυβερνητικών δυνάμεων τράβηξαν περισσότερο τη δημόσια προσοχή, το πρόσχημα έγινε ο ισχυρισμός ότι διεξαγόταν ένας σκιώδης πόλεμος: άρχισε να λέγεται ότι στην πραγματικότητα κάποιοι «μετριοπαθείς αντάρτες» πολεμούν τις εξτρεμιστικές ομάδες. Ως εκ τούτου, η δυτική παρέμβαση ήταν αναγκαία για να ενισχύσει αυτούς τους «μετριοπαθείς αντάρτες» ενάντια στις «νέες» εξτρεμιστικές ομάδες που είχαν μυστηριωδώς προκύψει και αποτελούσαν απειλή για τον κόσμο.

Αυτό ήταν το σενάριο Β. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Χόλιγουντ θα παράγει για χρόνια ταινίες που θα βασίζονται σε αυτό το μετασενάριο. Ωστόσο, αυτό το βιβλίο εστιάζει στο σενάριο Α – την πραγματική ιστορία. «Εντεταλμένοι» στρατοί Ισλαμιστών, εξοπλισμένοι από τους περιφερειακούς συμμάχους των ΗΠΑ (κυρίως τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και την Τουρκία), διεισδύουν σε ένα κίνημα που έχει στόχο την πολιτική μεταρρύθμιση και βάζουν ελεύθερους σκοπευτές να πυροβολούν αστυνομικούς και αμάχους. Το «φορτώνουν» στην κυβέρνηση και πυροδοτούν την εξέγερση, επιδιώκοντας την ανατροπή της συριακής κυβέρνησης και του κοσμικού-πλουραλιστικού κράτους. Είναι συνέχεια τής ανοιχτά διακηρυγμένης φιλοδοξίας των ΗΠΑ να δημιουργήσουν μια «Νέα Μέση Ανατολή», υποτάσσοντας κάθε χώρα της περιοχής είτε μέσω μιας πολιτικής μεταρρυθμίσεων, είτε μέσω του μονομερούς αφοπλισμού, είτε μέσω τής απευθείας ανατροπής. Η Συρία ήταν η επόμενη χώρα στη σειρά, μετά το Αφγανιστάν, το Ιράκ και τη Λιβύη. Στη Συρία, οι στρατοί που θα διεξήγαγαν τον πόλεμο δια αντιπροσώπων θα προέρχονταν από τις συνδυασμένες δυνάμεις των Αδελφών Μουσουλμάνων και των φανατικών Ουαχαμπιτών της Σαουδικής Αραβίας. Παρά τις κατά καιρούς διαμάχες για την εξουσία ανάμεσα σε αυτές τις ομάδες και τους χορηγούς τους, στην ουσία μοιράζονται την ίδια σαλαφιστική ιδεολογία, καθώς αμφότεροι αντιτίθενται στα κοσμικά ή εθνικιστικά καθεστώτα και επιδιώκουν τη δημιουργία ενός θρησκευτικού κράτους.

Ωστόσο, στη Συρία οι Ισλαμιστές της Ουάσινγκτον ήρθαν αντιμέτωποι με έναν πειθαρχημένο εθνικό στρατό που δε διασπάστηκε στη βάση των θρησκευτικών διαφορών, παρά τις πολλές προκλήσεις. Το συριακό κράτος είχε επίσης ισχυρούς συμμάχους, τη Ρωσία και το Ιράν. Η Συρία δεν επρόκειτο να γίνει Λιβύη νούμερο δύο. Ειπώθηκε από τη δυτική πλευρά ότι η βία σε αυτόν τον παρατεταμένο πόλεμο συνίσταται στη στοχοποίηση και την εξόντωση των αμάχων από το συριακό στρατό. Από τη συριακή πλευρά όμως, οι άνθρωποι είδαν πρώτα καθημερινές τρομοκρατικές επιθέσεις στις πόλεις, τα σχολεία και τα νοσοκομεία, και τις σφαγές απλών ανθρώπων από τους «μαχητές της ελευθερίας» του ΝΑΤΟ, και μετά τις αντεπιθέσεις από το στρατό. Ξένοι τρομοκράτες από δεκάδες χώρες στρατολογήθηκαν από τους Σαουδάραβες και το Κατάρ, ενισχύοντας τους ντόπιους μισθοφόρους.

Αν και εκτός Συρίας οι τρομοκρατικές ομάδες αποκαλούνται πολύ συχνά «αντιπολίτευση», «μαχητές» και «σουνιτικές ομάδες», αυτό που συμβαίνει στο εσωτερικό της χώρας είναι ότι η πραγματική πολιτική αντιπολίτευση έχει εγκαταλείψει τους Ισλαμιστές ήδη από τις αρχές του 2011. Η βία έδιωξε την πολιτική διαμαρτυρία από τους δρόμους και το μεγαλύτερο μέρος της αντιπολίτευσης (εκτός από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους και κάποιους «εξόριστους») συντάχτηκε με την πλευρά του κράτους και του στρατού, αν όχι και με το κυβερνών μπααθικό κόμμα. Ο συριακός στρατός ήταν βάναυσος απέναντι στους τρομοκράτες, αλλά αντίθετα με όσα διαδίδει η δυτική προπαγάνδα υπήρξε προστατευτικός απέναντι στους αμάχους. Οι Ισλαμιστές ήταν βάναυσοι απέναντι σε όλους και το έκαναν ανοιχτά. Εκατομμύρια εκτοπισμένοι άνθρωποι στο εσωτερικό της Συρίας βρήκαν καταφύγιο στην πλευρά της κυβέρνησης και του στρατού, ενώ άλλοι εγκατέλειψαν τη χώρα.

Προσδοκώντας το «φινάλε του παιχνιδιού», οι μεγάλες δυνάμεις επιδίωξαν την ανατροπή του συριακού κράτους ή, σε περίπτωση αποτυχίας αυτού του σχεδίου, τη δημιουργία ενός δυσλειτουργικού κράτους στη θέση του ή το διαμελισμό του σε κρατίδια με βάση τις θρησκευτικές ομάδες ώστε να διαλύσουν τον «άξονα των ανεξάρτητων περιφερειακών κρατών». Ο «άξονας» αυτός περιλαμβάνει τη Χεζμπολλά στο νότιο Λίβανο και την Παλαιστινιακή Αντίσταση, μαζί με τη Συρία και το Ιράν, τα μόνα κράτη της περιοχής χωρίς στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ. Τελευταία το Ιράκ –που φέρει ακόμα τα τραύματα από τη δυτική εισβολή, τις σφαγές και την κατοχή– έχει αρχίσει να ευθυγραμμίζεται με τον άξονα αυτόν. Η Ρωσία επίσης έχει αρχίσει να διαδραματίζει σημαντικό αντισταθμιστικό ρόλο. Τόσο η πρόσφατη ιστορία τους όσο και η συμπεριφορά τους έχουν αποδείξει πως η Ρωσία και το Ιράν δεν τρέφουν αυτοκρατορικές φιλοδοξίες που να μπορούν έστω και κατά διάνοια να συγκριθούν με αυτές της Ουάσινγκτον και των συμμάχων της, αρκετοί από τους οποίους (Βρετανία, Γαλλία και Τουρκία) ήταν παλιότερα αποικιοκράτες-πολέμαρχοι στην περιοχή. Από τη σκοπιά του «Άξονα της Αντίστασης», η ήττα του βρώμικου πολέμου της Αυτοκρατορίας κατά της Συρίας μπορεί να σημάνει την αρχή της συσπείρωσης της περιοχής ενάντια στις μεγάλες δυνάμεις. Η επιτυχία της αντίστασης της Συρίας θα σήμαινε την αρχή του τέλους για τη «Νέα Μέση Ανατολή» της Ουάσινγκτον.

Αυτή είναι βασικά η ευρύτερη εικόνα. Το βιβλίο αυτό έχει σκοπό να παρουσιάσει τεκμηριωμένα το σενάριο Α –την πραγματική δηλαδή ιστορία– και να ξεσκεπάσει το σενάριο Β. Το πετυχαίνει διασώζοντας μερικές από τις καλύτερες δυτικές παραδόσεις: τη χρήση του ορθού λόγου, την τήρηση των αρχών δεοντολογίας και την αναζήτηση αποδεικτικών στοιχείων από ανεξάρτητες πηγές σε περιπτώσεις σύγκρουσης. Ελπίζω να αποδειχτεί χρήσιμη πηγή. Ιδού μια συνοπτική παρουσίαση των κεφαλαίων:

Στο κεφάλαιο 2, με τίτλο ‘Η Συρία και η «Νέα Μέση Ανατολή» της Ουάσινγκτον’, η Συρία εγγράφεται στο πλαίσιο των σχεδίων των ΗΠΑ για μια «Νέα Μέση Ανατολή», ως το τελευταίο κεφάλαιο μιας μακράς ιστορίας προσπαθειών των ΗΠΑ να κυριαρχήσουν στην περιοχή.

Το κεφάλαιο 3, με τίτλο ‘Βόμβες-βαρέλια, μεροληπτικές πηγές και πολεμική προπαγάνδα’, πραγματεύεται το πρόβλημα της μετάδοσης και της ανάγνωσης της συριακής κρίσης. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έδειξαν να βασίζονται υπερβολικά σε μεροληπτικές πηγές, που υπηρετούν με αφοσίωση τον πόλεμο και την αμαύρωση του συριακού στρατού. Αυτό είναι το βασικό εμπόδιο στην κατανόηση των αντιφάσεων γύρω από τη χρήση χημικών όπλων, τις σφαγές αμάχων και τα επίπεδα στήριξης ή αντιπολίτευσης κατά του Άσσαντ.

Το κεφάλαιο 4, με τίτλο ‘Νταράα 2011: μία ακόμα ισλαμιστική εξέγερση’ αναπαριστά, από ένα φάσμα πηγών, την ισλαμιστική εξέγερση που πραγματοποιήθηκε με τη στήριξη της Σαουδικής Αραβίας στη Νταράα το Μάρτιο του 2011. Αυτές οι ένοπλες επιθέσεις ήταν διαφορετικές από τα συλλαλητήρια για την πολιτική μεταρρύθμιση, τα οποία οι Ισλαμιστές σύντομα εκδίωξαν από το δρόμο.

Το κεφάλαιο 5, με τίτλο ‘Ο Μπασάρ αλ-Άσσαντ και η πολιτική μεταρρύθμιση’, αναφέρεται στο κίνημα για την πολιτική μεταρρύθμιση από την περίοδο που ο Μπασάρ ανέλαβε την προεδρία το 2000 έως την έναρξη της κρίσης το 2011. Μπορεί κανείς να συναγάγει ότι οι περισσότερες αντιπολιτευτικές ομάδες δεσμεύονταν για μεταρρύθμιση εντός ενός συριακού πλαισίου, ενώ σχεδόν όλες εξέφραζαν αντίθεση στις επιθέσεις κατά του συριακού κράτους. Το κεφάλαιο στη συνέχεια εξετάζει το ρόλο του Μπασάρ ως μεταρρυθμιστή και παραθέτει τα στοιχεία που καταδεικνύουν την δημοτικότητά του.

Το κεφάλαιο 6, με τίτλο ‘Οι Τζιχαντιστές της Αυτοκρατορίας’, εξετάζει τη συνεργασία ανάμεσα στο σαλαφιστικό πολιτικό Ισλάμ και τις αυτοκρατορικές δυνάμεις στη Μέση Ανατολή. Αντίθετα από τα αντιιμπεριαλιστικά ισλαμικά ρεύματα στο Ιράν και το νότιο Λίβανο, το σαλαφιστικό πολιτικό Ισλάμ έχει αναδυθεί ως θρησκευτικά μισαλλόδοξη δύναμη που βρίσκεται σε ανταγωνισμό με τον αραβικό εθνικισμό στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη και τη Συρία, και βασίζεται σε μακροχρόνιες σχέσεις συνεργασίας με τις μεγάλες δυνάμεις. Το ιστορικό αυτό παρέχει σημαντικό υπόβαθρο για την κατανόηση του χαρακτήρα της συριακής ισλαμιστικής «επανάστασης» και τα διάφορα συνθήματά της.

Το κεφάλαιο 7, με τίτλο ‘Ενσωματωμένα ΜΜΕ, ενσωματωμένα παρατηρητήρια-θεματοφύλακες’, εξετάζει τις τεχνικές προπαγάνδας των ΜΜΕ καθώς και του δικτύου θεσμών «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» (Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Avaaz κλπ), που λειτουργούν ως φερέφωνα και «ρυθμιστές» για την ατζέντα της Ουάσινγκτον. Πολλά από αυτά έχουν γίνει ένθερμοι υπερασπιστές του «ανθρωπιστικού πολέμου». Αρκετές νεότερες δυτικές ΜΚΟ (πχ. η Καμπάνια για τη Συρία, τα Λευκά Κράνη) έχουν δημιουργηθεί από υπηρεσίες της Wall Street ειδικά για το βρώμικο πόλεμο ενάντια στη Συρία. Αρκετά από τα κατασκευασμένα ψεύδη που προπαγανδίζουν παρουσιάζονται με τεκμηριωμένα στοιχεία εδώ.

Το κεφάλαιο 8, με τίτλο ‘Επανεξετάζοντας τη σφαγή της Χούλα’, εξετάζει διεξοδικά τα στοιχεία της πρώτης μεγάλης σφαγής που σχεδιάστηκε (μετά την επιτυχία της τεχνικής στη Λιβύη) με σκοπό να επηρεάσει το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ώστε να σκεφτεί σοβαρά τη στρατιωτική επέμβαση. Ενώ η πρώτη ερευνητική επιτροπή του ΟΗΕ βρήκε –ενώ βρισκόταν στη Συρία– αντιφατικά στοιχεία γύρω από τη σφαγή αυτή, μια δεύτερη επιτροπή του ΟΗΕ εκτός Συρίας, υπό την συμπροεδρία μιας Αμερικανίδας διπλωμάτη, επιχείρησε να κατηγορήσει τη συριακή κυβέρνηση. Ωστόσο, περισσότεροι από 12 μάρτυρες κατηγόρησαν τους Ισλαμιστές της Ταξιαρχίας Φαρούκ του FSA (Ελεύθερου Συριακού Στρατού), οι οποίοι σκότωσαν φιλοκυβερνητικούς χωρικούς και κατέλαβαν την περιοχή, κρατώντας την υπό την κατοχή τους για μερικούς μήνες. Σημειώνονται επίσης αρκετές άλλες ‘false flag’ σφαγές (επιχειρήσεις ‘ψευδούς σημαίας’, προβοκάτσιες που έγιναν με σκοπό να παραπλανήσουν την κοινή γνώμη σε σχέση με τους πραγματικούς δράστες).

Το κεφάλαιο 9, με τίτλο ‘Σκευωρίες με χημικά: το περιστατικό της ανατολικής Γκούτα’, πραγματεύεται εκτενώς το δεύτερο σημαντικό περιστατικό επιχείρησης ψευδούς σημαίας (false flag) παγκόσμιας σημασίας. Το περιστατικό αυτό, που έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 2013 και παραλίγο να πυροδοτήσει σημαντική κλιμάκωση που θα συνεπαγόταν πυραυλικές επιθέσεις των ΗΠΑ ενάντια στη Συρία, χρησιμοποιήθηκε για να κατηγορηθεί η συριακή κυβέρνηση για το θάνατο εκατοντάδων αμάχων, συμπεριλαμβανομένων παιδιών, με χημικά όπλα. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, διάφορες ανεξάρτητες πηγές αποδεικτικών στοιχείων (μεταξύ άλλων και στοιχεία από βορειοαμερικανικές πηγές) διέψευσαν αυτές τις κατηγορίες. Ωστόσο, οι αντίπαλοι της Συρίας επαναλαμβάνουν μέχρι σήμερα τις ψευδείς κατηγορίες σαν να επρόκειτο για γεγονότα.

Το κεφάλαιο 10, με τίτλο ‘Η ευθύνη προστασίας και το διπλό παιχνίδι’, πραγματεύεται ένα πρόσφατο πολιτικό δόγμα, υποσύνολο του δόγματος περί «ανθρωπιστικής επέμβασης», που εκλαϊκεύθηκε για να προστεθεί στην ιμπεριαλιστική εργαλειοθήκη. Η εφαρμογή αυτού του δόγματος στη Λιβύη ήταν ολέθρια για τη μικρή αυτή χώρα. Ευτυχώς, οι απόπειρες να χρησιμοποιηθεί στη Συρία απέτυχαν.

Το κεφάλαιο 11, με τίτλο ‘Υγεία και κυρώσεις’, τεκμηριώνει τις υποστηριζόμενες από το ΝΑΤΟ ισλαμιστικές επιθέσεις ενάντια στο συριακό σύστημα υγείας, σε σύνδεση με τον αντίκτυπο των δυτικών οικονομικών κυρώσεων. Αυτό το διπλό πλήγμα προκάλεσε τεράστια ζημιά στη συριακή δημόσια υγεία. Τέτοιες επιθέσεις δεν έχουν κάποιο εύλογο κίνητρο όπως πχ. να κερδίσουν λαϊκή στήριξη, επομένως πρέπει να τις ερμηνεύσουμε ως μέρος μιας συνολικότερης στρατηγικής που σκοπό έχει να εκφυλίσει το συριακό κράτος, καθιστώντας το πιο ευάλωτο στην έξωθεν επέμβαση.

Το κεφάλαιο 12, με τίτλο ‘Ουάσινγκτον, τρομοκρατία και ISIS: οι αποδείξεις’, τεκμηριώνει τους δεσμούς ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις και την πιο πρόσφατη κορυφαία τρομοκρατική ομάδα την οποία ισχυρίζονται ότι αντιμάχονται. Μόνο οι αποδείξεις μπορούν να συμβάλουν στη διαμόρφωση μιας ενημερωμένης άποψης πάνω σε αυτό το αμφιλεγόμενο ζήτημα, και οι αποδείξεις είναι συντριπτικές. Δεν υπάρχουν παρά ελάχιστες ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των διαφόρων σαλαφιστικών ισλαμιστικών ομάδων, και η Ουάσινγκτον και οι σύμμαχοί της έχουν παράσχει χρηματοδότηση και οπλισμό σε καθεμία από αυτές.

Το κεφάλαιο 13, με τίτλο ‘Δυτική παρέμβαση και αποικιακός νους’, θέτει προς συζήτηση τη δυτική νοοτροπία και κουλτούρα που αποτελούν τη βάση των συνεχών παραβιάσεων των δικαιωμάτων των άλλων λαών.

Το κεφάλαιο 14, με τίτλο ‘Προς μια ανεξάρτητη Μέση Ανατολή’, εξετάζει το τελικό στάδιο της συριακής κρίσης και τις συνεπαγωγές για την περιοχή της Μέσης Ανατολής. Καταβάλλοντας τρομερό τίμημα, η Συριακή Αραβική Δημοκρατία, ο στρατός και ο λαός της έχουν αντισταθεί επιτυχώς ενάντια στην επιθετικότητα ενός πλήθους ισχυρών εχθρών. Η επιβίωση της Συρίας οφείλεται στην ανθεκτικότητά της και στην εσωτερική ενότητα, στοιχεία που ενισχύονται από τη στήριξη ορισμένων ισχυρών συμμάχων. Η εμπλοκή των ρωσικών αεροπορικών δυνάμεων στα τέλη Σεπτεμβρίου 2015 ήταν σημαντική, όπως και οι συντονισμένες χερσαίες δυνάμεις από το Ιράν, το Ιράκ και το Λίβανο, που κινητοποιήθηκαν υποστηρίζοντας μια ανεξάρτητη Συρία.

Όταν καταλαγιάσουν οι επιθέσεις κατά της Συρίας, η Μέση Ανατολή φαίνεται έτοιμη για μετασχηματισμό, με μεγαλύτερη πολιτική βούληση και στρατιωτική ετοιμότητα από την πλευρά ενός διευρυμένου Άξονα Αντίστασης. Αυτό θα σημάνει την αρχή του τέλους για το όργιο αιματοχυσίας και «αλλαγών καθεστώτος» που προωθεί η Ουάσινγκτον εδώ και 15 χρόνια σε ολόκληρη την περιοχή.

Παραπομπές

Edwards, Dave (2013) ‘Limited But Persuasive’ Evidence – Syria, Sarin, Libya, Lies’, Media Lens, 13 June, online:

http://www.medialens.org/index.php/alerts/alert-archive/alerts-2013/735-limited-but-persuasive-evidence-syria-sarin-libya-lies.html

Forte, Maximilian (2012) Slouching Towards Sirte: NATO’s War on Libya and Africa, Baraka Books, Quebec

ICJ (1986) Case concerning the military and paramilitary activities in and against Nicaragua (Nicaragua v. United States of America) Merits’, International Court of Justice, Judgement of 27 June 1986, online: http://www.icj-cij.org/docket/?sum=367&p1=3&p2=3&case=70&p3=5

Knightley, Phillip (2001) ‘The disinformation campaign’, The Guardian, 4 October, online: http://www.theguardian.com/education/2001/oct/04/socialsciences.highereducation

Kuperman, Alan J. (2015) Obama’s Libya Debacle’, Foreign Affairs, 16 April, online: https://www.foreignaffairs.com/articles/libya/2015-02-16/obamas-libya-debacle

Martí, Jose (1975) Obras Completas, Vol. 6, Editorial de Ciencias Sociales, La Habana

McKinney, Cynthia (Ed) (2012) The Illegal War on Libya, Clarity Press, Atlanta

Putin, Vladimir (2015) ‘Violence instead of democracy: Putin slams ‘policies of exceptionalism and impunity’ in UN speech’, RT, 28 September, online: https://www.rt.com/news/316804-putin-russia-unga-speech/

Richter, Larry (1998) ‘Havana Journal; Remember the Maine? Cubans See an American Plot Continuing to This Day’, New York Times, 14 February, online: http://www.nytimes.com/1998/02/14/world/havana-journal-remember-maine-cubans-see-american-plot-continuing-this-day.html

Σχόλια