Μήπως είδατε να περνάει από δω η κανονικότητα; Ποια κανονικότητα; Αυτή που χάθηκε στην Κύπρο...


της Εβελίνας Χατζηδάκη

Προειδοποιώ. Αυτό εδώ το γράφω σε κατάσταση «εκτός κανονικότητας». Την έχασα την κανονικότητά μου εδώ και κάποιο καιρό και δεν καταφέρνω να τη βρω. Αιτία θα μπορούσε να ήταν η εισβολή της Τουρκίας στη Συρία, η οποία μας έκανε να σκεφτούμε κάποια πράγματα που δεν θέλαμε να τα βλέπουμε για την δικιά μας θέση και της Κύπρου στο γεωπολιτικό παιχνίδι. Αλλά αυτή αποτέλειωσε μόνο την εξαφάνιση της κανονικότητάς μας. Είχε προηγηθεί κάτι άλλο, κάτι που έγινε στην Κύπρο και δεν ξεχάστηκε ακόμα.

Το νεαρό παιδί προσφύγων που κατέβασε την τουρκική σημαία μέσα στα κατεχόμενα όταν την είδε να κυματίζει στο σχολείο της τουρκοποιημένης Λύσης, χωριό της οικογένειάς του, δεν είχε βέβαια φανταστεί ότι στο κοντάρι της και μαζί με τη σημαία ήταν δεμένη και η «κανονικότητα». Το παιδί δεν θα κατάλαβε, είμαι σίγουρη, πού οφειλόταν ο παροξυσμός των αντιδράσεων τον οποίον προκάλεσε η πράξη του, γιατί δεν είδε την λυμένη «κανονικότητα» να φεύγει και να πετά στον αέρα, να περνά και πάνω από το Αιγαίο, από πάνω μας, ταρακουνώντας την μακαριότητά μας. Το παιδί μάλλον δεν είχε ξανακούσει αυτήν τη λέξη, δεν ήξερε καν τι σήμαινε, ούτε πόσο αισθητή θα ήταν η απουσία της σε ολόκληρη την κοινωνία.

Για ποιο πράγμα μιλάω και τι είναι τέλος πάντων αυτή η κανονικότητα;

Θα σας πω. Η «κανονικότητα» είναι όταν όλα όσα έχουν επιβληθεί στους ανθρώπους, όλοι οι εξαναγκασμοί, όλες οι παρά τη θέλησή τους επιβολές, ακόμα και οι πιο βάρβαρες, κάθε τι που είναι έξω από τον έλεγχό τους αλλά καθορίζει τη ζωή τους, μέσα στην καθημερινή ρουτίνα παραμερίζεται, ξεχνιέται, με έναν περίεργο τρόπο θεωρείται δοσμένο, φυσικό, κάτι που δεν μπορεί να αλλάξει, που είναι ανέφικτο να συζητιέται η ανατροπή του, κάτι με το οποίο πρέπει να μάθουν να ζουν όσο άδικο κι αν είναι, γιατί θα είναι πάντα εκεί αμετακίνητο. Έτσι οι άνθρωποι μαθαίνουν να ζουν σα να είναι αιχμάλωτοι σε στρατόπεδο όπου ξέρουν ότι μπορούν να κινηθούν μέχρι εκεί που τους επιτρέπουν τα συρματοπλέγματα. Στο τέλος παύουν να σκέπτονται και να κάνουν σχέδια τα οποία θα απαιτούσαν έναν μεγαλύτερο ορίζοντα, παύουν και να βλέπουν το συρματόπλεγμα, το συνηθίζουν, μπορεί και να το αγαπήσουν στο τέλος γιατί θέλουν να αγαπήσουν κάτι, έχει συμβεί και αυτό.

Αχ αυτές οι μοναχικές ηρωικές πράξεις, αχ αυτοί οι άνθρωποι που κάποια στιγμή αποφασίζουν να τολμήσουν το αδιανόητο για την υπόλοιπη κοινωνία, δεν ξέρουν συχνά τι θύελλες μπορούν να ξεσηκώσουν… Ένα παιδί, μια στιγμή, μια παράτολμη πράξη και να που η κανονικότητα έφυγε και έγινε καπνός.

Η δικιά μας κανονικότητα όπως και στην Κύπρο, εκεί πιο έντονη γιατί είναι μέσα στο στόμα του λύκου, είναι να έχουμε συνηθίσει την τρομοκρατία του επίδοξου νέου Χίτλερ της ανατολικής Μεσογείου. Καθημερινά προσπερνάμε τις απειλές ή τις πράξεις και τις παραβιάσεις του, οπωσδήποτε πάντα παρούσες και ανανεωμένες. Πότε πετάει στον ελληνικό εναέριο χώρο, πότε γκριζάρει ή διεκδικεί νησιά και βραχονησίδες, πότε μιλάει για μειονότητες που θα τις απελευθερώσει και πότε απειλεί ότι θα επαναλάβει το '74.

Προσπερνάμε την επίδειξη δύναμης, το ύφος του, τις προσβολές του, το στυλ του που θέλει να ταπεινώσει και να εξευτελίσει αυτούς που δεν θα τολμήσουν να αντισταθούν και τα λόγια του που έχουν ένα και μόνο νόημα: έχω την ισχύ, είσαστε μυρμήγκια μπροστά μου, θα σας λιώσω. Θα υπερασπίσω τα δικαιώματά μου και δικαιώματά μου είναι αυτά πού εγώ όρισα σαν τέτοια. Κι εσείς φροντίστε μην ξυπνήσετε τον γίγαντα, γιατί αλίμονό σας. Στην Κύπρο προσπερνούν πολύ περισσότερα πράγματα: τη μνήμη, τις θηριωδίες, τους παλιούς και τους πιο πρόσφατους νεκρούς, τους δικούς τους νεκρούς, τους βιασμούς, τον Τάσο Ισαάκ που τον λυντσάραν, τον Σολωμό Σολωμού που τον σκοτώσαν γιατί προσπάθησε κι αυτός να κατεβάσει την τούρκικη σημαία, τον Πέτρο Παπαλεοντίου που κι αυτός κατέβασε σημαία όταν ήταν 17 χρονών κι έμεινε να κουβαλά για την υπόλοιπη ζωή του το βάρος της και το βάρος των βασανιστηρίων όπου τον υποβάλαν, παρόμοια μ’ αυτά της δικιάς μας χούντας, (έτυχε να τον γνωρίσω στη Λευκωσία). Προσπερνούν ακόμα τα σπίτια τους που τους άρπαξαν, τα χωριά τους, τόσο κοντά αλλά τόσο απρόσιτα πια, όπου κατοικούν τώρα άλλοι και ανεμίζουν άλλες σημαίες, τις νεκρωμένες πόλεις τους, τα πλοία του σουλτάνου που έχουν περικυκλωμένη την Κύπρο, τις διαρκείς απειλές του ότι θα ξαναεισβάλει που ακυρώνουν όλες τις δηλώσεις τόσων χρόνων πως το κράτος του είχε μπει τότε για να προστατεύσει τους Τουρκοκύπριους.

Αυτή την καθημερινή τρομοκρατία δεν της δίναμε πια σημασία, παρόλο ότι ο σουλτάνος απέδειξε ότι δεν είναι μόνο λόγια, αλλά σιγά-σιγά προωθεί τις θέσεις του και κερδίζει χωρίς πόλεμο νέα δικαιώματα, βασισμένος ακριβώς στην τρομοκρατία, στην επίδειξη της δύναμής του και στις απειλές του ότι θα προκαλέσει πόλεμο. Εμείς δεχόμαστε όλες τις προσβολές αδιαμαρτύρητα, το ίδιο και η κυβέρνησή μας (όλες οι κυβερνήσεις μας) και ο πρωθυπουργός μας μάλιστα γύρισε από τις ΗΠΑ όπου συναντήθηκε με τον σουλτάνο, πολύ ευχαριστημένος από την συνάντηση που είπε ότι δεν έλπιζε πώς θα είναι τόσο καλή!!! (ενώ σε απολύτως τίποτα δεν άλλαξε η συμπεριφορά του σουλτάνου που μάλλον αυξήθηκε σε επιθετικότητα). Συνήθισαν όλοι και θεωρούν όλα αυτά κανονικά, μια κανονικότητα προστατευτική γιατί κρύβει την αλήθεια.

Και ξαφνικά, μια σημαία πού έφυγε από τη θέση της, ένα παιδί που τόλμησε να την κατεβάσει και προκλήθηκε κατάσταση αμόκ. Στην Κύπρο ένας κόσμος που φώναζε ότι αυτό δεν έπρεπε να γίνει, ότι ήταν πρόκληση. Που δεχόταν το ταπεινωτικό γράμμα με τη συγνώμη και θα δεχόταν και ακόμα χειρότερο αρκεί να έσβηνε η πράξη, ένας κόσμος που σχεδόν φώναζε: «γύρισέ την πίσω». Τη σημαία έλεγε, αλλά εννοούσε τη χαμένη του κανονικότητα. Πώς να συνεχίσει μετά απ’ αυτό να αγνοεί ότι ζει σε καθεστώς τρομοκρατίας; Πώς να κρύβει πια ότι μ’ αυτήν την τρομοκρατία του ζητείται να συνυπάρξει και με ταπεινωτικούς όρους και ότι έχει φτάσει να παρακαλάει για να γίνει αυτό; Για μια στιγμή σα να σηκώθηκε απέναντί του ένας μεγάλος καθρέφτης που του έδειχνε την πραγματική του εικόνα, ένας καθρέφτης που ήθελε να σπάσει και αντιδρούσε απέναντί του ενοχικά και επιθετικά.

Κάτι άτομα σαν και μένα δεν βάλαμε τις φωνές και δεν αρχίσαμε τις καταγγελίες για τη ντροπή που νοιώσαμε με το γράμμα της συγνώμης και την επιστροφή της κατοχικής σημαίας. Γιατί η κανονικότητα που πέταξε από την Κύπρο ήρθε και άρπαξε και τη δικιά μας. Και σήκωσε και σε μας απέναντί μας έναν καθρέφτη. Και είδαμε εκεί πόσο παρόμοια φοβική είναι και η δική μας στάση απέναντι στην τρομοκρατία του γείτονα αλλά και πόσο απελπιστικά μόνη της είναι η Κύπρος απέναντι σε ένα κράτος γίγαντα που δεν παύει να προβάλει τη δύναμή του και την έλλειψη οποιουδήποτε δισταγμού να τη χρησιμοποιήσει. Είναι επόμενο αυτό να έχει επηρεάσει στην ψυχολογία των ανθρώπων. Οι ελληνικές κυβερνήσεις (εγγυήτρια δύναμη να μην το ξεχνάμε) ήταν πάντα πιο φοβικές από τις κυπριακές, ούτε την ΑΟΖ τόλμησαν να οριοθετήσουν, ενώ στο κίνημα ή «κίνημα» υπάρχει ένα κομμάτι, παρόμοιο και δίδυμο αδελφάκι (έχουν βλέπετε τους ίδιους «γονείς»), με ένα αντίστοιχο της Κύπρου που έχει περιτυλίξει τον ραγιαδισμό με επαναστατικό περίβλημα και μιλά για ειρήνη κι ας δώσουμε γη και ύδωρ στον σουλτάνο, ονομάζοντας αυτό «διεθνισμό», «αντιεθνικισμό» και «ειρηνική συμβίωση», θύτες και θύματα αγκαλιά σε μια ωραία ατμόσφαιρα, στην Κύπρο για αποδοχή της Κατοχής, σε μας για μοίρασμα του Αιγαίου, της Θράκης και ποιος ξέρει τι άλλου. Το ίδιο «κίνημα» έχει επιβάλει να θεωρείται «εθνικισμός» η ενασχόληση με την Κύπρο και ενώ έχει στις πρώτες προτεραιότητές του το προσφυγικό ζήτημα, η αναφορά στους πρόσφυγες της Κύπρου να θεωρείται κάτι απαγορευμένο. Ο καθρέφτης απέναντί μας μεγέθυνε τις ευθύνες μας για την απομόνωση της Κύπρου και την έλλειψη επικοινωνίας που δεν φροντίζουμε να αποκαταστήσουμε.

Για ένα άλλο κομμάτι του κόσμου που η επιθετική αντίδρασή του οφειλόταν στο ότι πίστευε πραγματικά (και πιστεύει ακόμα, αμετακίνητο αυτό από την κανονικότητα), πως έχει δρομολογηθεί η επίλυση του ζητήματος της Κύπρου και πως κινδύνευσε να τορπιλιστεί από την πράξη του νεαρού εφήβου, με όλη την τόλμη που μου δίνει η απομάκρυνση από την κανονικότητα (γιατί πρώτα δεν τολμούσα να το δω κι εγώ) θα έλεγα το εξής: Άδικα περιμένουν. Καμιά συμφωνία δεν θα υπάρξει αν δεν έχει τη μορφή της ολικής παράδοσης στις διαθέσεις τής Τουρκίας. Δεν θα υπάρξει όπως δεν υπήρξε αυτά τα 45 χρόνια πού κρατήσαν μάταιες ελπίδες. «Όπου ανεβαίνει η τουρκική σημαία δεν κατεβαίνει ποτέ» δήλωσε πρόσφατα ο σουλτάνος, μα την ίδια επιθυμία είχαν και οι πριν απ’ αυτόν. Έτσι την προορίζει να μείνει χαραγμένη πάνω στον Πενταδάκτυλο. Ποια συμφωνία μέσα στο καθεστώς των καθημερινών απειλών θα μπορούσε να γίνει κι αν υπήρχε τέτοια προοπτική θα χαλούσε με την πράξη ενός εφήβου; 

Άδικα όλες οι αναλύσεις, με την ομοσπονδία ετούτο, με τη συνομοσπονδία το άλλο κ.λ.π. Ούτε ομοσπονδία ούτε συνομοσπονδία ούτε οτιδήποτε άλλο παρόμοιο δε θα συμφωνηθεί ποτέ. Η Τουρκία δε θα δεχτεί ποτέ να αποσύρει τα στρατεύματά της. Είναι αφέλεια να νομίζουμε ότι μπήκε, όπως είπε, για να προστατεύσει τους Τουρκοκύπριους. Μπήκε για να πατήσει πόδι στην Κύπρο, στη στεριά και στην θάλασσά της. Ο Ερντογάν το έχει πει ανοιχτά στον Ακιντζί, ο οποίος δείχνει να δυσανασχετεί όλο και περισσότερο με το ρόλο μαριονέττας που του έχει ανατεθεί, επισύροντας την οργή του σουλτάνου: «Εμείς σε βάλαμε εκεί πού είσαι» του είπε. Δεν θα δεχτεί ποτέ τη μεγαλύτερη αυτονόμηση των τουρκοκυπρίων από τη «μητέρα-πατρίδα τους», ούτε καμιά λύση που θα του αφαιρέσει το ρόλο του νταβατζή-προστάτη και δικτάτορα των ομοεθνών του. Τώρα μάλιστα, με τα κοιτάσματα που έχουν βρεθεί στις θάλασσες, το μόνο που θα δεχόταν είναι ένα περίπου ανεξάρτητο τουρκικό κράτος το οποίο θα μπορούσε με μια προοπτική να το προσαρτήσει, αν και στην πραγματικότητα αυτό θέλει να κάνει με ολόκληρη την Κύπρο που τη βάζει στους χάρτες των επιτελείων του. Ο Ακιντζί δεν έχει καμιά εξουσιοδότηση από τον «προϊστάμενό» του να συμφωνήσει τίποτα μόνος του. Έτσι κι αλλιώς, μετά τη διαφωνία που έκφρασε για την εισβολή στη Συρία, του μήνυσαν από την Τουρκία ότι τον έχουν τελειωμένο. Όσο, και αν, ακόμα θέλει πόσο θα μπορέσει να αντισταθεί;

Το ερώτημα που έρχεται φυσιολογικά βέβαια μετά απ’ αυτά είναι τι κάνουμε εμείς; Αυτό θα το σκεφτώ αν γυρίσω στην κανονικότητά μου.

Όταν θα έχει επανέλθει η λογική,
η νηφαλιότητα,
η πρακτική σκέψη,
η προσγείωση στην πραγματικότητα
η συγκεκριμένη ανάλυση 
της συγκεκριμένης κατάστασης 
και άλλα τέτοια...
Γιατί τώρα, εμείς που είμαστε έξω από την κανονικότητα, κινδυνεύουμε να μη βλέπουμε παρά κάποια μοναχική, παράτολμη και αδιανόητη πράξη, σαν το κατέβασμα μιας σημαίας από τον ιστό όπου δεν θα έπρεπε να είναι. 

Σχόλια