Foreign Affairs: Η "λύση των δύο κρατών" έχει πεθάνει!
[Σχόλιο από τα Μαντάτα: Έχει ιδιαίτερη αξία ότι ένα άρθρο όπως το παρακάτω δημοσιεύεται στο Foreign Affairs, ένα από τα μεγαλύτερα think tanks των Ηνωμένων Πολιτειών! Πέραν αυτού, στο άρθρο δίνονται πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία και συνοψίζεται αρκετά καλά η ιστορία της περίφημης "λύσης των δύο κρατών". Αρκετά εκτενές, αλλά πιστεύουμε ότι αξίζει να διαβαστεί.]
Για σχεδόν τρεις δεκαετίες, η λεγόμενη "λύση των δύο κρατών" έχει κυριαρχήσει στις συζητήσεις για την Ισραηλινο-Παλαιστινιακή σύγκρουση. Αλλά ιδέα των δύο κρατών για δύο λαούς σε μια περιοχή που καταλαμβάνουν και οι δύο ήταν πάντα μια ψευδαίσθηση και, τα τελευταία χρόνια, η πραγματικότητα ήρθε να επικρατήσει. Η λύση των δύο κρατών πέθανε. Και ας πάει στον αγύριστο: ποτέ δεν πρόσφερε μια ρεαλιστική διέξοδο. Ήρθε η στιγμή όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να εξετάσουν, αντί γι' αυτήν, τη μόνη εναλλακτική λύση με πιθανότητες να φέρει μακρόχρονη ειρήνη: ίσα δικαιώματα για Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους σε ένα κοινό κράτος.
Μπορούσαμε να δούμε αυτήν τη στιγμή να έρχεται εδώ και καιρό. Προσπαθώντας να σώσει τη λεγόμενη "ειρηνευτική διαδικασία", ο Υπουργός Εξωτερικών Τζων Κέρυ είπε στο Κογκρέσο ότι η λύση των δύο κρατών έχει περιθώριο ακόμα δύο χρόνια, μετά το οποίο δεν θα είναι πλέον βιώσιμη. Αυτό έγινε πριν από έξι χρόνια. Η απόφαση 2334 που πέρασε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ με τη συναίνεση των ΗΠΑ, ζητούσε την διάσωση της "λύσης των δύο κρατών", απαιτώντας από το Ισραήλ την άμεση διακοπή των εποικισμών στις κατεχόμενες περιοχές. Αυτό έγινε πριν από τρία χρόνια. Και από τότε, το Ισραήλ έχει συνεχίσει να χτίζει και να επεκτείνει τους εποικισμούς.
Η άφιξη του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο έβαλε το τελευταίο καρφί στο φέρετρο. "Κοιτάζω τα δύο κράτη και το ένα κράτος, και μου αρέσει το ένα, που αρέσει και στα δύο μέρη", είπε ο Τραμπ τον Φεβρουάριο του 2017. Οι ειδικοί της πολιτικής και οι έμπειροι διπλωμάτες δυσανασχέτησαν βλέποντας έναν πρωταγωνιστή ριάλιτυ σόου που έγινε γενικός αρχηγός να περιγράφει τις επιλογές σαν να ήταν πιάτα σε έναν μπουφέ. Ωστόσο, αυτό το σχόλιο σηματοδότησε μια πραγματική στροφή: από όταν ξεκίνησε η τρέχουσα φάση της ειρηνευτικής διαδικασίας στις αρχές του 1990, κανένας πρόεδρος των ΗΠΑ δεν είχε αποδεχτεί δημόσια το ένα κράτος. Αυτό που είχε ο Τραμπ στο νου του έγινε φανερό τα χρόνια που ακολούθησαν, καθώς αυτός και η ομάδα του είχαν εγκρίνει τα αιτήματα των δεξιών Ισραηλινών που στόχευαν σε ένα κράτος -αλλά ένα κράτος που θα διαφυλάττει την Ισραηλινή κυριαρχία πάνω στους Παλαιστίνιους υπηκόους, όχι ένα κράτος που θα διασφαλίζει ίσα δικαιώματα σε όλα τα μέρη.
Υπό την πρωθυπουργία του Μπένζαμιν Νετανιάχου, το Ισραήλ εγκατέλειψε κάθε πρόσχημα ότι επιθυμεί μια λύση δύο κρατών, και η δημόσια υποστήριξη αυτής της ιδέας από τους Ισραηλινούς σταδιακά μειώθηκε. Οι ηγέτες των Παλαιστινίων συνεχίζουν να ζητούν ένα ξεχωριστό κράτος. Αλλά μετά από χρόνια αποτυχιών και απογοήτευσης, οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι δεν βλέπουν πλέον αυτόν τον δρόμο ως βιώσιμο.
Η απλή αλήθεια είναι ότι μέσα στις δεκαετίες, οι Ισραηλινοί ανέπτυξαν αρκετή δύναμη και απέκτησαν αρκετή υποστήριξη από την Ουάσιγκτον, ώστε να τους επιτρέπεται να κατακτούν και να κατέχουν τα εδάφη και να δημιουργούν, ως αποτέλεσμα, μια πραγματικότητα ενός κράτους με τα δικά τους μέτρα. Ο Νετανιάχου και ο Τραμπ δεν επιζητούν να αλλάξουν αυτό το στάτους κβο, απλώς να το επικυρώσουν. Το θέμα, επομένως, δεν είναι αν θα υπάρξει ένα κράτος, αλλά τι είδους κράτος θα είναι αυτό. Θα είναι ένα κράτος που θα εδραιώσει ντε φάκτο το απαρτχάιντ το οποίο αρνείται στους Παλαιστίνιους τα βασικά δικαιώματα; Ή θα είναι ένα κράτος που αναγνωρίζει ίσα δικαιώματα υπό τον νόμο σε Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους; Το τελευταίο είναι που πρέπει να υιοθετήσουν οι Παλαιστίνιοι. Αλλά και οι Αμερικανοί και οι Ισραηλινοί θα πρέπει επίσης να το αγκαλιάσουν. Πρώτα όμως, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι το στάτους κβο τελικά θα αποδειχθεί μη βιώσιμο και ότι ο διαμελισμός της γης δεν πρόκειται να λειτουργήσει - και ότι ο μόνος ηθικός δρόμος είναι η πλήρης αναγνώριση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τους δύο λαούς.
Δεδομένα στην περιοχή
Ανάμεσα στον ποταμό Ιορδάνη και τη Μεσόγειο Θάλασσα ζουν περίπου 13 εκατ. άνθρωποι, όλοι υπό τον έλεγχο του Ισραηλινού κράτους. Περίπου οι μισοί είναι Παλαιστίνιοι Άραβες, από τους οποίους περίπου 3 εκατ. ζουν υπό στρατιωτική κατοχή, χωρίς δικαίωμα να ψηφίζουν για την κυβέρνησή τους και περίπου 2 εκατ. ζουν στο Ισραήλ ως πολίτες β' κατηγορίας, και υφίστανται διακρίσεις με βάση την ταυτότητά τους, εξαιτίας του στάτους του Ισραήλ ως ιουδαϊκού κράτους. Ακόμα 2 εκατ. Παλαιστίνιοι ζουν στην πολιορκημένη Λωρίδα της Γάζας, όπου κυβερνά τοπικά η στρατιωτική ομάδα Χαμάς: μια ανοιχτή φυλακή περιτοιχισμένη από τον έξω κόσμο από τον Ισραηλινό αποκλεισμό.
Εντωμεταξύ, 500.000 με 700.000 Εβραίοι Ισραηλινοί έποικοι ζουν ανάμεσα σε εκατομμύρια Παλαιστίνιους στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη. Η προστασία των εποίκων και η αριθμητική αύξησή τους ήταν ανάμεσα στις βασικές προτεραιότητες του Ισραήλ, από όταν κατέκτησε τις περιοχές από τα αραβικά κράτη που ηττήθηκαν στον πόλεμο των 6 ημερών του 1967. Το 1993, οι συμφωνίες του Όσλο ξεκίνησαν μια νέα φάση αυτής της σχέσης, βασισμένη σε μια ανταλλαγή: το Ισραήλ να αποσυρθεί από κάποιες κατεχόμενες περιοχές και να εγκαταλείψει κάποιους εποικισμούς, και σε αντάλλαγμα οι Παλαιστίνιοι να σταματήσουν την αντίσταση και να ομαλοποιήσουν τις σχέσεις με τους Άραβες γείτονες του Ισραήλ.
Όμως το τεράστιο σχέδιο εποικισμού δεν θα συμμορφωνόταν εύκολα μ' αυτόν τον στόχο και είχε δημιουργήσει ισχυρά πολιτικά κίνητρα για να τον αποφύγει. Σήμερα, πάρα πολλοί Ισραηλινοί υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να κρατήσουν τις κατεχόμενες περιοχές για πάντα. Μια εβδομάδα πριν τις Ισραηλινές εκλογές τον Σεπτέμβριο, ο Νετανιάχου μιλώντας στην τηλεόραση ανακοίνωσε την πρόθεσή του να προσαρτήσει την Κοιλάδα του Ιορδάνη και όλους τους Ισραηλινούς εποικισμούς στη Δυτική Όχθη, μια κίνηση που θα "'έτρωγε" πάνω από το 60% της Δυτικής Όχθης, αφήνοντας το υπόλοιπο 40% ως απομονωμένα καντόνια, ασύνδετα μεταξύ τους.
Το αξιοπερίεργο στην ανακοίνωση του Νετανιάχου ήταν ακριβώς ότι δεν ήταν καθόλου αξιοπερίεργη: για τους Εβραίους Ισραηλινούς, η προσάρτηση δεν είναι καθόλου αμφιλεγόμενη ιδέα. Πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε ότι το 48% από αυτούς υποστηρίζουν τέτοια βήματα όπως αυτά που ανακοίνωσε ο Νετανιάχου. Μόνο 28% είναι αντίθετοι. Ακόμα και ο κύριος αντίπαλος του Νετανιάχου, η κεντρώα συμμαχία "Μπλε και Άσπρο", υποστηρίζει τον μόνιμο έλεγχο του Ισραήλ στην Κοιλάδα του Ιορδάνη. Η απάντηση του αρχηγού τους στο σχέδιο του Νετανιάχου για προσάρτηση, ήταν να παραπονεθεί ότι η ιδέα ήταν πρώτα δική τους.
Αυτή η κατάσταση δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν, και ειδικά αυτούς που σχεδιάζουν την πολιτική της Ουάσιγκτον. Πράγματι, έκθεση δεδομένων που σχεδιάστηκε από υπηρεσίες των ΗΠΑ έκρινε ότι αν το Ισραήλ συνεχίσει την κατοχή και τους εποικισμούς για "ένα εκτεταμένο χρονικό διάστημα, πχ για δύο ή τρία χρόνια, θα είναι πολύ δύσκολο να παραδώσει τον έλεγχο". Η πίεση για να διατηρήσει τις περιοχές "θα αυξηθεί και θα είναι πιο δύσκολο να δοθεί πίσω στους Άραβες η γη στην οποία βρίσκονται αυτοί οι οικισμοί". Αυτή η έκθεση γράφτηκε πριν από 50 χρόνια, μερικούς μήνες μετά την έναρξη της Ισραηλινής κατοχής της Δυτικής Όχθης. Παρόλα αυτά, το Ισραήλ συνέχισε να δυναμώνει με την επέκτασή του και απολαμβάνοντας την αμέριστη υποστήριξη των ΗΠΑ, ακόμα και όταν Ισραηλινοί αξιωματούχοι προειδοποίησαν ότι αυτή η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη.
Οι Παλαιστίνιοι ηγέτες έχουν επίσης πάρει αποφάσεις που μειώνουν τις πιθανότητες βιωσιμότητας του διαχωρισμού των εδαφών -η πιο σημαντική ήταν η συμφωνία με το πλαίσιο που έθεσε το Όσλο. Μ' αυτόν τον τρόπο, συναίνεσαν σε μια φόρμουλα που ευνοούσε την επέκταση του Ισραήλ, απεμπόλησαν τη δυνατότητά τους να την αποτρέψουν και παραγκώνισαν τη διεθνή κοινότητα και το διεθνές δίκαιο. Με τη συμφωνία του Όσλο, οι Παλαιστίνιοι έπρεπε να βασιστούν στο ότι οι ΗΠΑ θα μεταχειρίζονταν το Ισραήλ με ένα είδος "σκληρής αγάπης" που οι Αμερικανοί ηγέτες, ανήσυχοι για την υποστήριξή τους στο εσωτερικό, ποτέ δεν κατάφεραν να υιοθετήσουν. Στα 26 χρόνια ανάμεσα στο 1967 και το 1993 που υπογράφηκαν οι συμφωνίες του Όσλο, ο πληθυσμός των Ισραηλινών εποίκων (χωρίς να υπολογίζονται αυτοί στην κατεχόμενη Ιερουσαλήμ) αυξήθηκε κατά περίπου 100.000. Στα επόμενα 26 χρόνια από τότε, έχει φτάσει περίπου τους 400.000.
Καθώς η αποτυχία της ειρηνευτικής διαδικασίας γινόταν όλο και πιο φανερή με το πέρασμα του χρόνου, οι Παλαιστίνιοι ξεσηκώθηκαν ενάντια στην κατοχή - μερικές φορές βίαια. Το Ισραήλ χρησιμοποίησε αυτές τις αντιδράσεις για να δικαιολογήσει περισσότερη καταπίεση. Αυτός ο φαύλος κύκλος έγινε δυνατός και από τους Παλαιστίνιους ηγέτες που, προς ικανοποίηση του Ισραήλ, έπαψαν να προσπαθούν να αποδείξουν ότι οι Παλαιστίνιοι δικαιούνται αυτοδιάθεση -κάτι που στην πραγματικότητα δικαιούνται όλοι οι άνθρωποι.
Κατάκτηση και διαίρεση
Τα επιχειρήματα σχετικά μ' αυτήν τη σύγκρουση συχνά μετατρέπονται σε κραυγές του ενός στον άλλο για το ποιος φέρει περισσότερη ευθύνη για την αποτυχία της λύσης των δύο κρατών. Αλλά τέτοιες διαμάχες χάνουν την ουσία: κάθε σχέδιο που είδε τον διαμελισμό ως μέσο για μια δίκαιη λύση ήταν πάντα καταδικασμένο να αποτύχει.
Η πίστη στη βιωσιμότητα της λύσης των δύο κρατών βασίστηκε στη λανθασμένη παραδοχή ότι οι ρίζες της σύγκρουσης είναι οι συνέπειες του πολέμου του 1967. Η ειρήνη μέσω του διαμελισμού θα είναι δυνατή, ισχυρίζονται οι υποστηρικτές, μόνο αν οι δύο πλευρές μπορέσουν να σπάσουν τον βίαιο κύκλο κατοχής και αντίστασης που άρχισε μετά τον πόλεμο. Όμως τα διλήμματα που έφερε ο διαμελισμός προηγούνται του 1967 και πηγάζουν από ένα θεμελιώδες, άλυτο πρόβλημα. Για το μεγαλύτερο μέρος ενός αιώνα οι Δυτικές δυνάμεις -πρώτα το Ηνωμένο Βασίλειο και έπειτα οι ΗΠΑ- έχουν επανειλημμένα προσπαθήσει να τετραγωνίσουν τον κύκλο: να εξυπηρετήσουν τη σιωνιστική απαίτηση για ένα κράτος με πλειοψηφία Εβραίων σε μια γη που κατοικείται κατά πλειοψηφία από Παλαιστίνιους. Αυτό το παράλογο σχέδιο είναι δυνατό μόνο με τη βούληση να καταργηθεί η ανθρώπινη υπόσταση και τα δικαιώματα των Παλαιστινίων και με τη συμπάθεια στην ιδέα να δημιουργηθεί ένας χώρος για τους Εβραίους έξω από την Ευρώπη -ένα συναίσθημα που κάποιες φορές εδράζει στην αντισημιτική επιθυμία να μειωθεί ο αριθμός των Εβραίων στη χριστιανοκρατούμενη Δύση.
Το 1917, η Βρετανική κυβέρνηση εξέδωσε τη Διακήρυξη του Μπαλφούρ, υπογραμμίζοντας τον στόχο για δημιουργία μιας "εθνικής εστίας" στην Παλαιστίνη για τον Εβραϊκό λαό, αλλά χωρίς να καταπατούνται τα "πολιτικά και θρησκευτικά δικαιώματα του ήδη υπάρχοντος μη Εβραϊκού πληθυσμού". Αυτή η διατύπωση περιείχε ένα θεμελιώδες λάθος, που επρόκειτο να παραμορφώσει όλα τα μελλοντικά σχέδια διαίρεσης της περιοχής: θεωρούσε τους Εβραίους λαό με εθνικά δικαιώματα αλλά δεν απέδιδε το ίδιο στάτους και στους Παλαιστίνιους. Ο Παλαιστινιακός πληθυσμός, επομένως, μπορούσε να μετακινείται από μέρος σε μέρος και να διαμελίζεται, επειδή δεν ήταν λαός που να αξίζει δημογραφική συνοχή. Είκοσι χρόνια αργότερα, η Βρετανική Επιτροπή Peel, πρότεινε ένα σχέδιο διαίρεσης, που θα διατηρούσε ενωμένη την πλειοψηφία των Εβραίων στην Παλαιστίνη, αλλά θα διαχώριζε τον Αραβικό πληθυσμό σε τρεις ξεχωριστές πολιτικές οντότητες: μία Αραβική, μία Ιουδαϊκή και μία Βρετανική. Μία δεκαετία μετά από αυτό, στην έναρξη του Ολοκαυτώματος, παρουσιάστηκε από τα Ηνωμένα Έθνη ένα σχέδιο διαίρεσης με παρόμοια οπτική, με σύνορα σχεδιασμένα ώστε να δημιουργείται ένα κράτος με Εβραϊκή πλειοψηφία, αλλά με τους Παλαιστίνιους διαιρεμένους σε πολλά μέρη.
Το 1948, καθώς η Βρετανική κυριαρχία στην Παλαιστίνη έληξε, οι σιωνιστές στρατιωτικοί ξεκίνησαν τη δημιουργία ενός Εβραϊκού κράτους με τη βία, βασισμένοι στο σχέδιο διαίρεσης του ΟΗΕ που νομιμοποιούσε τον σκοπό τους. Στον πόλεμο που ακολούθησε, το μεγαλύτερο μέρος της γης των Παλαιστίνιων κατοίκων αρπάχτηκε βίαια ή εγκαταλείφθηκε εξαιτίας των Ισραηλινών εισβολών. Δεν τους επιτράπηκε ποτέ να επιστρέψουν. Τα εδάφη τους αρπάχτηκαν από το νέο κράτος, τα χωριά τους κατεδαφίστηκαν και τα σπίτια τους στις πόλεις δόθηκαν στους νεοεισερχόμενους Εβραίους. Έγιναν πρόσφυγες, η ζωή τους ρίχτηκε στο κενό. Οι Παλαιστίνιοι ονομάζουν αυτό το γεγονός ως "Νάκμπα" (η καταστροφή).
Τα επόμενα 19 χρόνια, ίσως ήταν η μοναδική περίοδος μέσα σε δύο χιλιετίες που η γη της Παλαιστίνης ήταν πραγματικά διαιρεμένη. Καμία από τις μεγάλες δυνάμεις που είχε διοικήσει την περιοχή (Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Ομεϋάδες και Αββασίδες, Φατιμίδες, σταυροφόροι, Αγιουβίδες, Μαμελούκοι, Οθωμανοί, Βρετανοί) δεν είχαν ποτέ διαχωρίσει τη Γάζα από την Ιερουσαλήμ, τη Ναμπλούς από τη Ναζαρέτ, ή την Ιεριχώ από τη Γιάφφα. Ποτέ δεν ήταν λογικό να γίνει κάτι τέτοιο, και τώρα ακόμα δεν είναι. Πράγματι, όταν το Ισραήλ πήρε τον έλεγχο των περιοχών το 1967, αντιπροσώπευε την επιστροφή σε έναν ιστορικό κανόνα κυριαρχίας της γης ως ενιαίας μονάδας. Αυτό όμως το έκανε με δύο συστήματα, ένα για τους Εβραίους Ισραηλινούς και ένα άλλο για τους ανθρώπους που ζούσαν στη γη που κατέκτησε το Ισραήλ.
Το λάθος του Αραφάτ
Ποιο είναι το πρόβλημα που προσπαθεί να λύσει η "λύση των δύο κρατών"; Κατά τη διάρκεια των διαδικασιών του Όσλο, η απάντηση άρχισε να ξεκαθαρίζει: δεν επρόκειτο τόσο για μια σύγκρουση ανάμεσα σε Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους, όσο μεταξύ των ίδιων των Ισραηλινών. Το Ισραήλ θέλει να θεωρεί τον εαυτό του δημοκρατία, ακόμα και ασκώντας εξουσία επάνω σε εκατομμύρια υπηκόους στους οποίους αρνείται τα βασικά πολιτικά δικαιώματα. Οι ατέλειωτες διαπραγματεύσεις συσκότισαν αυτό το γεγονός. Μια πραγματική πρόοδος στις συζητήσεις θα απειλούσε τον έλεγχο των Εβραίων στη γη, κάτι που αποδείχθηκε ότι για το Ισραήλ ήταν πιο σημαντικό από τη δημοκρατία. Γι' αυτόν τον λόγο το Ισραήλ πάντα ευνοούσε διαπραγματεύσεις τύπου Όσλο, που έδιναν την εντύπωση ότι προσπαθούσαν ένθερμα να αντιμετωπίσουν το Παλαιστινιακό ζήτημα, αλλά ποτέ δεν αναγκάζονταν να το κάνουν στ' αλήθεια.
Από την άλλη μεριά, η Παλαιστινιακή ηγεσία αφοσιώθηκε στη λύση των δύο κρατών, παρότι όποιο κράτος κι αν προέκυπτε από εκείνες τις διαπραγματευτικές διαδικασίες θα ήταν πολύ λίγο ακόμα και για το ελάχιστο των αναγκών των Παλαιστινίων. Ένα τέτοιο κράτος δεν θα επέτρεπε στους Παλαιστίνιους πρόσφυγες να επιστρέψουν στις προγονικές πόλεις και χωριά τους, ούτε θα πρόσφερε πλήρη ισότητα στους Παλαιστίνιους πολίτες του Ισραήλ, ούτε θα έδινε πραγματική ανεξαρτησία και κυριαρχία στους Παλαιστίνιους. Η αποδοχή ρόλου σε μια τέτοια μπασταρδεμένη προσπάθεια ήταν ένα τεράστιο στρατηγικό λάθος, που έγινε όχι τόσο για τις εθνικές ανάγκες των Παλαιστινίων, όσο για τα προσωπικά συμφέροντα των Παλαιστίνιων ηγετών.
Έχοντας ηγηθεί του ένοπλου αγώνα εναντίον του Ισραήλ για δεκαετίες, ο Γιασέρ Αραφάτ της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) ήταν γνωστός και αποδεκτός από τον απλό Παλαιστινιακό κόσμο. Κατά τα τέλη της δεκαετίας του '80 όμως, η ομάδα αυτή είχε γίνει σκιά του προηγούμενου εαυτού της. Ήδη απομονωμένη από την εξορία της στην Τυνησία, η ΟΑΠ έγινε ακόμα πιο αδύναμη όταν οι πλούσιοι προστάτες από τις χώρες του Κόλπου έκοψαν τη χρηματοδότηση επειδή ο Αραφάτ υποστήριξε την αρπαγή του Κουβέιτ από τον Σαντάμ Χουσεΐν. Εντωμεταξύ, στην περιοχή η πρώτη ιντιφάντα (μια λαϊκή εξέγερση ενάντια στην κατοχή) παρήγαγε ειδήσεις και απειλούσε να εκτοπίσει την ΟΑΠ από εκπρόσωπο της Παλαιστινιακής αντίστασης. Με την αποδοχή της διαδικασίας του Όσλο, ο Αραφάτ και οι υπόλοιποι ηγέτες της ΟΑΠ βρήκαν έναν προσωπικό δρόμο για να αποκτήσουν ξανά επιρροή και σχέση -παγιδεύοντας παράλληλα την Παλαιστινιακή κοινότητα σε έναν βρόγχο που από τότε τους κρατάει πίσω.
Η απόφαση της ΟΑΠ ήταν ακόμη πιο λυπηρή, αν λάβουμε υπόψη το παγκόσμιο πλαίσιο εντός του οποίου έγινε. Η Σοβιετική Ένωση είχε μόλις καταρρεύσει, πυροδοτώντας ένα παγκόσμιο κύμα δημοκρατικοποίησης. Η Νότια Αφρική διέλυε το απαρτχάιντ, επιδεικνύοντας ότι μία χώρα μπορεί οικειοθελώς να εγκαταλείψει ένα σύστημα ρατσιστικής καταπίεσης χάριν της δημοκρατίας. Η ΟΑΠ δεν θα μπορούσε να είχε πιο ευνοϊκή στιγμή για να ζητήσει ίσα δικαιώματα σε ένα δημοκρατικό κράτος. Αντ' αυτού, οι ηγέτες της ΟΑΠ αρπάχτηκαν από μια άμεση συσχέτισή τους [με το Παλαιστινιακό ζήτημα] και επέτρεψαν τα θεμελιώδη δικαιώματα να γίνουν αντικείμενο τριμερών διαπραγματεύσεων, στις οποίες αυτοί πάντα ήταν το αδύναμο μέρος.
Καιρός να προχωρήσουμε μπροστά
Η επιλογή της ΟΑΠ καταδίκασε τους Παλαιστίνιους σε ακόμα περισσότερη καταπίεση από τη στρατιωτική κατοχή και δυστυχία στους προσφυγικούς καταυλισμούς, καθώς περίμεναν μια μυθική συμφωνία. Δεκαετίες αργότερα, ακόμα και όταν όλοι οι άλλοι είχαν προχωρήσει, οι διάδοχοι του Αραφάτ στην Παλαιστινιακή Αρχή είναι ακόμα προσκολλημένοι στην ειρηνευτική διαδικασία και τη λύση των δύο κρατών. Έχοντας επενδύσει τόση προσπάθεια και αξιοπιστία στο σχέδιο δημιουργίας του κράτους τους, δυσκολεύονται να το εγκαταλείψουν.
Αυτό το καταφύγιο πρέπει να εκλείψει. Έχει έρθει η στιγμή να εγκαταλείψει η Παλαιστινιακή Αρχή την υπεράσπιση της λύσης των δύο κρατών, μιας ιδέας που δεν είναι άλλο παρά το φύλλο συκής των ΗΠΑ και των άλλων μεγάλων δυνάμεων για να κρύβονται πίσω του ενώ επιτρέπουν στο Ισραήλ να προχωρά ντε φάκτο το απαρτχάιντ. Αντίθετα, οι Παλαιστίνιοι θα πρέπει να αναγνωρίσουν την αλήθεια, που είναι, και πάντα θα είναι, μόνο ένα κράτος ανάμεσα στο ποτάμι και τη θάλασσα και να εστιάσουν τις προσπάθειές τους στο να κάνουν αυτό το κράτος ένα βιώσιμο σπίτι για όλους τους κατοίκους του, Εβραίους και Άραβες.
Κάποιοι μπορεί να αντιδικήσουν ότι μια τέτοια αλλαγή στη στρατηγική θα υποσκάψει τη συναίνεση που τόσο δύσκολα κατακτήθηκε, με ρίζες σε δεκαετίες ακτιβισμού και διεθνούς δικαίου, ότι οι Παλαιστίνιοι έχουν δικαίωμα να έχουν δικό τους κράτος. Αυτή η συναίνεση, όμως, πολύ λίγα έχει αποφέρει στους Παλαιστίνιους. Οι αμέτρητες αποφάσεις του ΟΗΕ απέτυχαν να σταματήσουν τους Ισραηλινούς εποικισμούς ή να κερδίσουν ένα κράτος οι Παλαιστίνιοι, οπότε δεν έχουν και πολλά να χάσουν. Και με μια αξιοπρεπή λύση ενός κράτους, οι Παλαιστίνιοι θα επιτύχουν πλήρη ισότητα υπό τον νόμο, οπότε το κέρδος τους θα είναι μεγάλο.
Η κυβέρνηση Τραμπ δεν θα αγκαλιάσει την ιδέα των ίσων δικαιωμάτων για όλους τους κατοίκους, συμπεριλαμβανομένων και των Παλαιστινίων. Αλλά μπορεί να το κάνουν οι Αμερικανοί ψηφοφόροι. Μια δημοσκόπηση που έγινε πέρυσι από το Πανεπιστήμιο του Μέρυλαντ έδειξε ότι οι Αμερικανοί είναι περίπου διχασμένοι ανάμεσα στην υποστήριξη της λύσης των δύο κρατών και αυτής του ενός κράτους με ίσα δικαιώματα για όλους τους κατοίκους. Όταν όμως ρωτήθηκαν τι θα προτιμούσαν αν η λύση των δύο κρατών ήταν αδύνατη (που είναι), το σημερινό στάτους κβο ή ένα κράτος με ίσα δικαιώματα, προτίμησαν το δεύτερο σε αναλογία δύο προς έναν.
Οι ΗΠΑ έχουν καταφέρει να εξασφαλίσουν αυτό που επιθυμούν περισσότερο από τη Μέση Ανατολή -τη σταθερή ροή φυσικών πόρων- χωρίς μια δίκαιη ειρήνη. Αυτό όμως έχει το τίμημα της μόνιμης αποσταθεροποίησης. Ένα κοινό κράτος με ίσα δικαιώματα θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των ΗΠΑ ακόμα καλύτερα, επειδή επιτέλους θα σταθεροποιούσε την περιοχή και θα δημιουργούσε οριακές ευκαιρίες για οικονομική ανάπτυξη και πολιτική αναμόρφωση.
Οι Ισραηλινοί θα επωφελούνταν επίσης από μια μεταστροφή στο ένα κράτος. Κι αυτοί, επίσης, θα κέρδιζαν ασφάλεια, σταθερότητα και ανάπτυξη, ενώ παράλληλα θα γλίτωναν από τη διεθνή απομόνωση και θα αντέστρεφαν την ηθική σήψη που δημιούργησε η Ισραηλινή κοινωνία. Ταυτόχρονα, θα διατηρούσαν τη σύνδεσή τους με τους ιερούς τόπους στη Δυτική Όχθη. Οι περισσότεροι Ισραηλινοί θα προτιμούσαν, μακράν, να διατηρήσουν το σημερινό στάτους κβο. Αυτό όμως είναι αδύνατο. Το Ισραήλ δεν μπορεί να συνεχίσει να αρνείται τα δικαιώματα εκατομμυρίων Παλαιστινίων επ' άπειρον και να περιμένει να παραμένει ένα ηθικό μέλος της διεθνούς κοινότητας. Η Μεσανατολική εκδοχή του απαρτχάιντ τελικά θα αναγνωριστεί ως τέτοια, και τότε οι πραγματικές επιλογές του Ισραήλ θα είναι ξεκάθαρες: ή θα προχωρήσει σε ένα κράτος με ίσα δικαιώματα ή θα καταντήσει παρίας.
Νέο Σύνταγμα
Οι υποστηρικτές των ίσων δικαιωμάτων για όλους πρέπει να κάνουν τα απαραίτητα βήματα ώστε να εξασφαλίσουν ότι η "λύση του ενός κράτους" δεν θα καταλήξει να είναι ένα κενό σύνθημα όπως η "λύση των δύο κρατών". Για να εστιάσουν και να στηρίξουν το όραμά τους, θα πρέπει επομένως να προτείνουν όχι μόνο ένα νέο κράτος, αλλά επίσης και ένα νέο Σύνταγμα. Αυτά τα δύο θα έδειχναν την δέσμευσή τους στη δημοκρατία και θα τόνιζαν το έλλειμμα του Ισραήλ σ' αυτόν τον τομέα. Όταν ιδρύθηκε η χώρα το 1948, οι σιωνιστές προσπαθούσαν να διευκολύνουν την άφιξη περισσότερων Εβραίων, να εμποδίσουν την επιστροφή των Παλαιστινίων και να αρπάξουν όσο περισσότερη γη μπορούσαν. Δεν τους ενδιέφερε καθόλου να ορίσουν κριτήρια υπηκοότητας, δικαιώματα ή περιορισμούς στην κυβερνητική εξουσία. Έτσι, αντί να φτιάξουν ένα Σύνταγμα, το Εβραϊκό κράτος θεσμοθέτησε μια σειρά από "βασικούς νόμους", κατά περίπτωση, και αυτοί οι νόμοι έχουν αποκτήσει κατά κάποιον τρόπο συνταγματική βαρύτητα με την πάροδο του χρόνου.
Στη θέση αυτού του νομικού παζλ, το οποίο έχει χρησιμοποιηθεί για να προστατεύει τα δικαιώματα κάποιων και να αρνείται τα δικαιώματα άλλων, οι Ισραηλινοί και οι Παλαιστίνιοι πρέπει να δουλέψουν μαζί για να φτιάξουν ένα Σύνταγμα που θα στηρίζει τα δικαιώματα όλων. Το νέο Σύνταγμα θα αναγνωρίζει ότι η χώρα θα είναι το σπίτι και των δύο λαών και ότι, παρά τα εθνικά αφηγήματα και τις φωνές και από τις δύο πλευρές που ισχυρίζονται το αντίθετο, και οι δύο λαοί έχουν ιστορικούς δεσμούς με τα εδάφη. Θα αναγνωρίζει την ιστορία του Εβραϊκού λαού που κυνηγήθηκε και την ύψιστη σημασία του να διασφαλίζεται ότι όλοι οι πολίτες, ανεξάρτητα από τη θρησκεία, την εθνότητα, ή την εθνική καταγωγή, έχουν δικαίωμα στην ασφάλεια. Θα αναγνωρίζει επίσης τις αδικίες που υπέστησαν οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες και θα ξεκινήσει τη διαδικασία για τον επαναπατρισμό και την αποζημίωσή τους.
Ένα νέο Σύνταγμα θα δώσει ιθαγένεια σε όλους τους ανθρώπους που ζουν αυτήν τη στιγμή στη χώρα από τον ποταμό μέχρι τη θάλασσα και στους Παλαιστίνιους πρόσφυγες και θα δημιουργήσει τα μονοπάτια ώστε μετανάστες από αλλού να μπορούν να γίνουν πολίτες. Όλοι οι πολίτες θα απολαμβάνουν πλήρη κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, ανάμεσά τους η ελευθερία της μετακίνησης, η θρησκεία, ο λόγος και οι σχέσεις. Και θα είναι όλοι ίσοι απέναντι στον νόμο: θα απαγορεύεται να κάνει το κράτος διακρίσεις με βάση την εθνικότητα ή τη θρησκεία.
Προκειμένου να λειτουργήσει ένα τέτοιο κράτος, αυτές οι συνταγματικές αρχές θα πρέπει να θεωρούνται θεμελιώδεις και θα υπόκεινται σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο τροποποίησης -ας πούμε, προϋπόθεση τουλάχιστον ενός 90% να εγκρίνει στο νομοθετικό σώμα. Αυτό θα διασφαλίσει ότι τα βασικά δικαιώματα δεν θα μπορούν να αλλάξουν μέσω μιας απλής πλειοψηφίας και θα απαγορεύεται μία οποιαδήποτε ομάδα να χρησιμοποιεί το δημογραφικό πλεονέκτημά της για να αλλοιώσει τη φύση του κράτους.
Η μετάβαση σε ένα νέο σύστημα με ίσα δικαιώματα απαιτεί ένα είδος εμπιστοσύνης που δεν μπορεί να χτιστεί όσο τα θύματα της καταπίεσης, της βίας και της αιματοχυσίας μέσα στις δεκαετίες, αισθάνονται ότι δεν υπάρχει δικαιοσύνη. Άρα, το νέο κράτος θα χρειαστεί μια διαδικασία αλήθειας και συμφιλίωσης εστιασμένη στην αποκατάσταση της δικαιοσύνης. Για έμπνευση, θα μπορούσε να δει τις παλαιότερες προσπάθειες στη Νότιο Αφρική και τη Ρουάντα.
Κάποιοι θα απορρίψουν αυτό το όραμα ως αφελές και μη πρακτικό. Σ' αυτούς, θα ρωτήσω: είναι πιο αφελές και μη πρακτικό από το να ξεμπερδέψεις το κουβάρι που δημιούργησε η Ισραηλινή κατοχή; Πόσες ακόμα δεκαετίες αποτυχίας πρέπει να υπομείνουμε προτού καταλήξουμε στο ασφαλές συμπέρασμα ότι η διαίρεση είναι αδιέξοδη; Πόσους ακόμα ανθρώπους πρέπει να καταδικάσουμε στην καταπίεση, τη βία και τον θάνατο;
Η ιδέα των ίσων δικαιωμάτων για Ισραηλινούς και Παλαιστινίους σε ένα κοινό κράτος υπάρχει εδώ και δεκαετίες, ίσως για ίσο χρονικό διάστημα όσο και οι προσπάθειες για διαίρεση των εδαφών. Αλλά πάντα παραμερίζεται για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του σιωνισμού, ακόμα και εις βάρος της ειρήνης. Αμέτρητες ζωές έχουν χαθεί και γενεές έχουν στερηθεί τα δικαιώματά τους, ενώ ταυτόχρονα η διαίρεση γίνεται όλο και λιγότερο ρεαλιστική. Σε καμία πλευρά δεν συμφέρει να συνεχιστεί αυτό. Τώρα είναι η στιγμή να υιοθετηθεί η μόνη πραγματική λύση για το μέλλον: ίσα δικαιώματα για όλους.
Πηγή: foreign affairs
Μετάφραση: Μαντάτα
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου