Ο κρυφός πόλεμος της CIA
Οι ΗΠΑ έριξαν περισσότερες βόμβες στο Λάος, ένα μικρό κράτος της Ινδοκίνας, από το 1964 μέχρι το 1973, από όσες είχαν ρίξει συνολικά στη Γερμανία και στην Ιαπωνία κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι εν λόγω βομβαρδισμοί οργανώθηκαν από τη CIA με άκρα μυστικότητα, αφού η συνθήκη της Γενεύης του 1962 εγγυάτο την ουδετερότητα αυτού του κράτους. Ωστόσο, παρά τους αμέτρητους θανάτους που προκάλεσαν οι βομβαρδισμοί, οι ΗΠΑ έχασαν τον πόλεμο στο Λάος.
Σε αντίθεση με τον πόλεμο στο Βιετνάμ που έλαβε μεγάλη δημοσιότητα, ο πόλεμος που οργάνωσε κρυφά η CIA στο Λάος παρέμεινε άγνωστος. Όταν άρχισαν να αποκαλύπτονται στοιχεία για την κατάσταση στο Λάος, τα ΜΜΕ των ΗΠΑ τα αγνόησαν εσκεμμένα, διότι ο πόλεμος αποτελούσε μια κρυφή επέμβαση των ΗΠΑ σε μια «ουδέτερη» χώρα.
Μια «ουδέτερη» χώρα γεωστρατηγικής σημασίας
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ αποφάσισε να επέμβει κρυφά στο Λάος λόγω της γεωστρατηγικής του θέσης. Επειδή συνορεύει με την Κίνα και το Βιετνάμ από τη μια μεριά και με την Καμπότζη, την Ταϊλάνδη και τη Βιρμανία (τη σημερινή Μιανμάρ) από την άλλη, το Λάος αποτελούσε για τις ΗΠΑ «ζώνη ασφαλείας» μεταξύ κομμουνιστικών και φιλοδυτικών καθεστώτων. Καθότι όμως η ουδετερότητα του Λάος είχε συμφωνηθεί στη Γενεύη το 1962, κάθε επέμβαση των ΗΠΑ έπρεπε να παραμείνει κρυφή.
Η CIA άρχισε να οργανώνει «φιλανθρωπικές» υποδομές στο Λάος, όπως νοσοκομεία, τα οποία αποτελούσαν προπέτασμα καπνού για την οργάνωση στρατιωτικών επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις της CIA στο Λάος αποτέλεσαν το προοίμιο και την «πρόβα τζενεράλε» για μετέπειτα παρόμοιες επεμβάσεις σε άλλα κράτη και σηματοδότησαν τη «γένεση της στρατιωτικής CIA» σύμφωνα με τον συγγραφέα Joshua Kurlantzick. Η CIA έφτιαξε ένα αεροδρόμιο στην τοποθεσία Long Tieng του Λάος, το οποίο εξυπηρετούσε 400 πτήσεις καθημερινά.
Λόγω της συμφωνηθείσας ουδετερότητας του Λάος, οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να στείλουν στρατό στη χώρα χωρίς να προκαλέσουν διεθνείς αντιδράσεις. Για αυτό τον λόγο, η CIA στρατολόγησε και εκπαίδευσε χωρικούς από τη μειονότητα Χμονγκ του Λάος για να πολεμήσουν τους κομμουνιστές αντάρτες και τους Βιετναμέζους συμμάχους τους. Οι Χμονγκ είχαν πολύ μεγάλες απώλειες και σύντομα άρχισαν να στρατολογούνται παιδιά 14 ετών και άνω.
Η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού λόγω της στρατολόγησης και του μεγάλου αριθμού θυμάτων κατέστησε την καλλιέργεια και τη συγκομιδή του ρυζιού πολύ δύσκολη. Οι Χμονγκ στράφηκαν στην καλλιέργεια του πιο προσοδοφόρου οπίου, με τη συνεργασία της CIA. Η αεροπορική εταιρεία της CIA, η Air America, εκτελούσε μεταφορές οπίου για να διευκολύνει το εμπόριό του.
Ό,τι πετάει βομβαρδίζει ό,τι κινείται
Επί 9 χρόνια (1964-1973), η στρατιωτική αεροπορία των ΗΠΑ βομβάρδιζε το Λάος. Καθ’ όλη αυτή την περίοδο, η χώρα βομβαρδίστηκε συνολικά 580.000 φορές: κατά μέσο όρο, γινόταν ένας βομβαρδισμός κάθε 8 λεπτά. Το Λάος είναι μέχρι σήμερα η πιο βομβαρδισμένη χώρα στην ιστορία. Οι ανθρώπινες απώλειες δεν μπορούν να υπολογιστούν επακριβώς, αλλά οι φωτογραφίες του εδάφους από τα βομβαρδιστικά αεροπλάνα υποδεικνύουν τον αριθμό των θυμάτων: ολόκληρες κοιλάδες στις φλόγες, ολόκληρα χωριά κατεστραμμένα. Τουλάχιστον 200.000 άτομα, το 10% του τότε πληθυσμού της χώρας, πέθαναν από τους βομβαρδισμούς, και 20.000 πέθαναν αργότερα από βόμβες που δεν είχαν εκραγεί όταν έπεσαν.
Οι βομβαρδισμοί του Βιετνάμ και της Καμπότζης - που συγκλόνισαν τότε την κοινή γνώμη - ωχριούν μπροστά στους αντίστοιχους του Λάος. Η εντολή του υπουργού εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ για τον βομβαρδισμό της Καμπότζης το 1969 «ό,τι πετάει (να βομβαρδίσει) ό,τι κινείται» αποτελούσε καθημερινότητα για το Λάος από το 1964. Όμως οι βομβαρδισμοί, παρά τη σφοδρότητά τους, δεν έφεραν αποτέλεσμα και το 1973 οι ΗΠΑ εγκατέλειψαν το Λάος.
Οι επιπτώσεις του πολέμου 50 χρόνια αργότερα
Οι κάτοικοι των βομβαρδισμένων περιοχών υφίστανται μέχρι σήμερα τις επιπτώσεις των βομβαρδισμών. Περίπου 80 εκατ. βόμβες (από τα 270 εκατ. που έπεσαν) δεν είχαν εκραγεί τότε και προκαλούν νέα θύματα κάθε χρόνο. Τα ίχνη του πολέμου φαίνονται μέχρι σήμερα. Οι κρατήρες από τις βόμβες υπάρχουν ακόμα στα χωράφια των περιοχών που βομβαρδίστηκαν.
Ταυτόχρονα, οι επιζώντες και οι απόγονοι των Χμονγκ που στρατολογήθηκαν από τη CIA ζουν μέχρι σήμερα απομονωμένοι στα βουνά του Λάος, εγκαταλελειμμένοι από τους πρώην χρηματοδότες τους. Μόνο 3.500 Χμονγκ, κυρίως τα στελέχη των ομάδων που οργάνωσε η CIA και οι οικογένειές τους, μεταφέρθηκαν στις ΗΠΑ μετά την ήττα τους. Πολλοί άλλοι κατέληξαν πρόσφυγες στην Ταϊλάνδη και μερικοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν μετέπειτα στις ΗΠΑ και σε άλλα κράτη.
Περίπου 50 χρόνια αργότερα, τα θύματα του κρυφού πολέμου της CIA στο Λάος περιμένουν ακόμα τουλάχιστον μια απολογία και μια επίσημη αναγνώριση της ευθύνης των κυβερνήσεων των ΗΠΑ για τα δεινά που υπέστησαν. Ο πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ που επισκέφτηκε τη χώρα ήταν ο Μπάρακ Ομπάμα το 2016, ο οποίος είχε παραδεχθεί νωρίτερα ότι το Λάος υποβλήθηκε στον πιο σφοδρό βομβαρδισμό στην ιστορία. Όταν ο Ομπάμα ερωτήθηκε εάν θα έπρεπε να απολογηθεί για τους βομβαρδισμούς, απάντησε ότι «οι ΗΠΑ βρέθηκαν στη σωστή πλευρά της ιστορίας» κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, αλλά ίσως αυτοί που χάρασσαν πολιτική «δεν σκέφτηκαν επαρκώς όλες τις επιπτώσεις των πράξεών τους», καθότι «οι συνέπειες δεν ήταν αναγκαστικά αυτές που υποστήριξαν τα συμφέροντά μας».
Εν τούτοις, οι ΗΠΑ έχουν προσφέρει οικονομική ενίσχυση στο Λάος για να εξουδετερωθούν οι βόμβες που δεν έχουν εκραγεί: η ενίσχυση αντιστοιχεί στο 0,3% του ποσού που ξόδεψαν οι ΗΠΑ για τους βομβαρδισμούς και μέχρι σήμερα μόνο το 1,3% αυτών των βομβών έχει εξουδετερωθεί.
Του Μιχάλη Γιαννεσκή
Πηγή
Φωτογραφίες από
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου