Η στρατηγική πρόκληση της λατινοαμερικάνικης αριστεράς


Η αλλαγή εποχής

Μετά τη μακρά και θλιβερή νεοφιλελεύθερη νύχτα της δεκαετίας του ’90 – που διέλυσε ολόκληρα κράτη όπως το Εκουαδόρ – και με αφετηρία το γεγονός της νίκης του Ούγκο Τσάβες στην Προεδρεία της Δημοκρατίας της Βενεζουέλας στα τέλη του 1998, οι δεξιές και ενδοτικές κυβερνήσεις της ηπείρου άρχισαν να καταρρέουν σαν πύργος με τραπουλόχαρτα, με τον ερχομό στην εξουσία, σε όλο το μήκος και πλάτος της δικής μας Αμερικής, λαϊκών κυβερνήσεων και θιασωτών του Σοσιαλισμού της Ευημερίας.

Στο απόγειό της, το 2009, από τις δέκα χώρες της Λατινικής Νότιας Αμερικής, οι οκτώ είχαν αριστερές κυβερνήσεις. Επιπλέον, στην Κεντρική Αμερική και στην Καραϊβική υπήρχε το Μέτωπο Φαραμπούντο Μαρτί στο Ελ Σαλβαδόρ, οι Σαντινίστας στην Νικαράγουα, ο Άλβαρο Κολόμ στη Γουατεμάλα, ο Μανουέλ Σελάγια στην Ονδούρα και ο Λεονέλ Φερνάντες στη Δομινικανή Δημοκρατία. Σε χώρες όπως η Γουατεμάλα με τον Άλβαρο Κολόμ ή η Παραγουάη με τον Φερνάντο Λούγο, ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία της αριστεράς που έπαιρνε την εξουσία. Ειδικά στην τελευταία περίπτωση, ακόμα και σπάζοντας μια συνέχεια αιώνων του δικομματισμού.

Τον Μάη του 2008 γεννιέται η Ένωση των Χωρών του Νότου (UNASUR) και τον Φλεβάρη του 2010 δημιουργείται η Κοινότητα Κρατών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής (CELAC), με 33 μέλη. Από τις 20 λατινικές χώρες της CELAC, οι 14 είχαν αριστερές κυβερνήσεις, δηλαδή το 70%.

Τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα, αναμφίβολα ήταν χρόνια νίκης. Τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά επιτεύγματα υπήρξαν ιστορικά και εξέπληξαν όλον τον κόσμο. Και όλα αυτά συνοδεύονταν από ένα περιβάλλον εθνικής κυριαρχίας, αξιοπρέπειας, αυτονομίας, με αυτόνομη παρουσία στην ήπειρο και ολόκληρο τον κόσμο. Φυσικά, βοήθησε πολύ η ευνοϊκή παγκόσμια οικονομική φάση. Οι πρώτες ύλες που εξάγει κυρίως η Νότια Αμερική, είχαν υψηλές τιμές εκείνα τα χρόνια, όμως η μεγάλη διαφορά είναι ότι επιτέλους αυτός ο πλούτος επενδύθηκε στην Ευημερία των λαών μας.

Η Λατινική Αμερική δεν έζησε μια εποχή αλλαγών, αλλά μια πραγματική αλλαγή εποχής,
η οποία επίσης τροποποίησε σημαντικά την γεωπολιτική ισορροπία στην περιοχή. Γι’ αυτό και, για τις πραγματικές δυνάμεις και τις ηγεμονικές χώρες, ήταν ουσιώδες να τελειώνουν με αυτές τις διαδικασίες αλλαγής υπέρ των μεγάλων πλειοψηφιών, οι οποίες έψαχναν τη δεύτερη και οριστική ανεξαρτησία τους στην περιοχή.

Η συντηρητική επάνοδος


Αν και το 2002 η Κυβέρνηση του Ούγκο Τσάβες χρειάστηκε να αντέξει ένα αποτυχημένο πραξικόπημα, στην πραγματικότητα ήδη από το 2008 εντείνονται οι προσπάθειες να τελειώσουν με τις προοδευτικές κυβερνήσεις, όπως έγινε στην περίπτωση της Βολιβίας το 2008, της Ονδούρας το 2009, του Εκουαδόρ το 2010 και της Παραγουάης το 2012. Τέσσερις απόπειρες αποσταθεροποίησης, δύο από αυτές επιτυχημένες – Ονδούρα και Παραγουάη – και όλες εναντίον αριστερών κυβερνήσεων.

Από την αρχή του 2014 και επωφελούμενοι της αλλαγής του οικονομικού κύκλου, αυτές οι προσπάθειες που απέτυχαν ομογενοποιούνται και παίρνουν τη μορφή μιας πραγματικής «συντηρητικής επανόδου», με συμμαχίες της δεξιάς που δεν τις έχουμε ξαναδεί ποτέ, με διεθνή υποστήριξη, με απεριόριστους πόρους, με εξωτερική χρηματοδότηση, κλπ. Η αντίδραση εμβάθυνε τις μεθόδους της, έχασε τα όρια και τους ενδοιασμούς της. Σήμερα έχουμε τις παρενοχλήσεις και το οικονομικό μποϊκοτάζ στη Βενεζουέλα, το κοινοβουλευτικό πραξικόπημα στη Βραζιλία και το «lawfare» (ποινικοποίηση της πολιτικής) όπως αποδεικνύεται με τις περιπτώσεις της Ντίλμα και του Λούλα στη Βραζιλία, της Κριστίνα στην Αργεντινή και τον αντιπρόεδρο Χόρχε Γκλας στο Εκουαδόρ. Οι απόπειρες να καταστρέψουν την UNASUR και να ουδετεροποιήσουν την CELAC, επίσης είναι προφανείς, ακόμα και ξεδιάντροπες πολλές φορές. Ούτε λόγος για αυτό που συμβαίνει στη Κοινή Αγορά του Νότου (MERCOSUR). Η αποτυχία της Ζώνης Ελεύθερου Εμπορίου της Αμερικής (ALCA) στις αρχές του αιώνα προσπαθεί να ξεπεραστεί με τη σύσταση της Συμμαχίας του Ειρηνικού.

Στη Νότια Αμερική, αυτή τη στιγμή, απομένουν μόνο τρεις κυβερνήσεις αριστερές: στη Βενεζουέλα, τη Βολιβία και την Ουρουγουάη. Οι αιώνιες δυνάμεις που κυριαρχούσαν πάντα τη Λατινική Αμερική και που τη βύθισαν στην καθυστέρηση, την ανισότητα και την υπανάπτυξη, επιστρέφουν διψώντας για εκδίκηση, μετά από μια δεκαετία συνεχούς ήττας.

Οι στρατηγικοί άξονες της συντηρητικής επανόδου


Η στρατηγική των αντιδραστικών δυνάμεων είναι διαμορφωμένη περιφερειακά και θεμελιώνεται βασικά σε δύο άξονες: την υποτιθέμενη αποτυχία του οικονομικού μοντέλου της Αριστεράς και την επιδιωκόμενη έλλειψη ηθικής ισχύος των προοδευτικών κυβερνήσεων.

Σε σχέση με τον πρώτο άξονα, από το δεύτερο εξάμηνο του 2014, εξαιτίας του δυσμενούς διεθνούς περιβάλλοντος, όλη η περιοχή υπέστη μια οικονομική επιβράδυνση που μετατράπηκε σε ύφεση τα δυο τελευταία χρόνια, με ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 1,2%, -0,2% και -0,8% για τα έτη 2014, 2015 και 2016, αντίστοιχα. Τα αποτελέσματα είναι διαφορετικά μεταξύ χωρών και υποπεριοχών, ως αντανάκλαση της διαφορετικής οικονομικής δομής, αλλά και οικονομικής πολιτικής που εφαρμόστηκε. Όμως οι οικονομικές δυσκολίες χωρών όπως η Βενεζουέλα ή η Βραζιλία εκλαμβάνονται ως παράδειγμα αποτυχίας του σοσιαλισμού, όταν η Ουρουγουάη, με μια κυβέρνηση της αριστεράς, είναι η πιο ανεπτυγμένη χώρα νότια του Ρίο Μπράβο, ή όταν η Βολιβία παρουσιάζει τους καλύτερους μακροοικονομικούς δείκτες του πλανήτη.

Στην περίπτωση του Εκουαδόρ, αντιμετωπίζουμε αυτό που ονομάζουμε «Η Τέλεια Καταιγίδα»: Η πτώση των εξαγωγών μαζί με μια σημαντική ανατίμηση του δολαρίου, του επίσημου νομίσματος. Οι αρνητικοί εξωτερικοί κλυδωνισμοί που δεχτήκαμε κατά τα έτη 2015 – 2016, δεν έχουν μέτρο σύγκρισης στη σύγχρονη ιστορία του Εκουαδόρ. Για πρώτη φορά τα τελευταία τριάντα χρόνια, είχαμε δύο συνεχόμενα χρόνια μείωσης των εξαγωγών, χάνοντας περίπου το 10% του ΑΕΠ. Το 2016, η αξία των εξαγωγών ήταν μόλις και μετά βίας το 64% σε σύγκριση με το κλείσιμο του έτους 2014. Το πρώτο τρίμηνο του 2016, η τιμή ανά βαρέλι του πετρελαίου του Εκουαδόρ ήταν κάτω από το μυθικό χαμηλό των 20 δολαρίων, ώστε να μην φτάνει να καλύψει ούτε το κόστος παραγωγής.

Εν τω μεταξύ, το βορειοαμερικανικό δολάριο συμπεριφερόταν ακριβώς αντίθετα στις μακροοικονομικές ανάγκες, περνώντας από το 0.734 στο 0,948 ισοτιμίας ευρώ/δολαρίου, στο διάστημα Γενάρης του 2014 με Δεκέμβρης του 2016. Δηλαδή, περίπου 30% αύξηση της τιμής του. Τα νομίσματα των γειτονικών χωρών όπως η Κολομβία έφτασαν να υποτιμηθούν πάνω από 70%.

Οι καθαρές δημοσιονομικές απώλειες μεταξύ 2015 και 2016 υπολογίζονται σε 12% του ΑΕΠ. Για πρώτη φορά στην ιστορία, αντί να εισπράττει πετρελαϊκά έσοδα, η Κεντρική Κυβέρνηση έπρεπε να δώσει περίπου 1,6 δις δολάρια στις κρατικές εταιρίες πετρελαίου γα να μην χρεοκοπήσουν, όπως συνέβη με πολλές εταιρείες πετρελαίου σε όλο τον κόσμο. Σε αυτό πρέπει να προστεθούν και οι προσφυγές που χάθηκαν σε στημένα διαιτητικά δικαστήρια, τα οποία μας υποχρέωσαν να πληρώσουμε πάνω από το 1% του ΑΕΠ στις πετρελαϊκές εταιρείες Oxy και Chevron.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, στις 16 Απρίλη του 2016 χτύπησε την παραθαλάσσια ζώνη ένας σεισμός μεγέθους σχεδόν 8 της κλίμακας Ρίχτερ, που κόστισε εκατοντάδες ζωές, μείωσε κατά 0,7% την οικονομία και προκάλεσε απώλειες σχεδόν πάνω από 3% του ΑΕΠ, χωρίς να υπολογίζουμε τους περίπου 4.000 μετασεισμούς που ακολούθησαν.

Εξ αιτίας όλων αυτών των παραγόντων, η οικονομία πέρασε από μια ρωμαλέα αύξηση της τάξης του 4% το 2014, σε ένα ποσοστό που μόλις άγγιζε το 0,2% το 2015 και σε μείωση κατά -1,5% το 2016. Ωστόσο, παρά τις εξαιρετικές δυσκολίες και την έλλειψη εθνικού νομίσματος, η ύφεση ξεπεράστηκε σε χρόνο ρεκόρ, με ελάχιστο κόστος και χωρίς αύξηση της φτώχειας ή της ανισότητας, κάτι πρωτοφανές στη Λατινική Αμερική. Το 2017, αναμένεται ήδη αύξηση τουλάχιστον κατά 2%, δηλαδή υψηλότερη από τον μέσο όρο της Λατινικής Αμερικής που κυμαίνεται στο 1,3%.

Στο Εκουαδόρ, οι ετερόδοξες πολιτικές αποδείχθηκαν πιο αποτελεσματικές τόσο σε περιόδους ανάπτυξης όσο και σε περιόδους ύφεσης. Μεταξύ 2007 και 2017 το Εκουαδόρ υπερδιπλασίασε το μέγεθος της οικονομίας του, η οικονομική ανάπτυξη του ήταν υψηλότερη από τον περιφερειακό μέσο όρο και ήταν η χώρα που αύξησε περισσότερο το εισόδημα των φτωχών στην περιοχή. Και επιπλέον, μείωσε περισσότερο το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, κατορθώνοντας να βγουν 2,5 εκατομμύρια άνθρωποι από την φτώχεια και αυτό αποτελεί μείωση 12,5%.

Το πρόβλημα είναι ότι τον απλό κόσμο λίγο τον ενδιαφέρουν αυτές οι οικονομικές αναλύσεις. Το μόνο που αισθάνεται είναι ότι τα τελευταία χρόνια φθίνουν οι δουλειές τους, ότι είναι πιο δύσκολο να βρουν δουλειά τα παιδιά τους και ότι δεν αυξάνονται πια τα εισοδήματά τους με το ρυθμό που γινόταν πρωτύτερα. Αυτό το εκμεταλλεύεται πολύ καλά ο Τύπος, ο οποίος ειδικεύεται, όχι στο να πληροφορεί, αλλά στο να χειραγωγεί. Μια ύφεση σε όλη την ήπειρο, και η περίπτωση του Εκουαδόρ δεν αποτελεί εξαίρεση, συσχετίζεται με τις οικονομικές πολιτικές και όχι με τις δομές των οικονομιών μας. Σε άλλες περιπτώσεις, προσπαθούν να πείσουν ότι μέσα σε λίγα χρόνια μπορούσαν να αλλάξουν αυτές οι δομές. Επομένως, αυτός ο οποίος δεν το έχει καταφέρει, υποτίθεται πως αποτελεί δείγμα της «αποτυχίας» της αριστεράς. Ενώ στις κυβερνήσεις της δεξιάς γινόταν κριτική ότι δεν είχαν κάνει τίποτα, στις κυβερνήσεις της αριστεράς ασκούν την κριτική ότι δεν έκαναν τα πάντα.

Ο δεύτερος άξονας της νέας στρατηγικής ενάντια στις προοδευτικές κυβερνήσεις είναι το ηθικό ζήτημα. Το θέμα της διαφθοράς έχει μετατραπεί σε αποτελεσματικό εργαλείο για την καταστροφή των εθνικο-λαϊκών πολιτικών διαδικασιών στη δική μας Αμερική. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι της Βραζιλίας, όπου μια πολιτική επιχείρηση πολύ καλά στημένη, κατόρθωσε την αποπομπή της Ντίλμα Ρούσεφ από την Προεδρεία της Βραζιλίας, για να αποδειχθεί μετά ότι δεν είχε καμία σχέση με τις κατηγορίες που της καταλόγιζαν. Στο Εκουαδόρ, ακολουθείται ακριβώς η ίδια ατζέντα για τον αντιπρόεδρο της χώρας.

Σε αυτή τη στρατηγική του “lawfare” (της ποινικοποίησης) αρχικά διατυπώνεται κάποια κατηγορία που έχει μεγάλο αντίκτυπο, αλλά μικρή τεκμηρίωση. Έπειτα ακολουθεί ένας βομβαρδισμός στα μέσα ενημέρωσης ώστε να εκμηδενιστεί η υποστήριξη που μπορεί να έχει το επιλεγμένο θύμα. Και στο τέλος, το αν είναι αθώος ή ένοχος θα αποτελεί μια άσχετη λεπτομέρεια για τους δικαστές που, πιεζόμενοι τόσο πολιτικά όσο και από τα Μέσα, δεν ψάχνουν πια να καταδικάσουν για συγκεκριμένους λόγους, αλλά λόγους για να καταδικάσουν, αφού πλέον η καταδικαστική ποινή έχει καθοριστεί από τα Μέσα και την «κοινή γνώμη».

Ποιος μπορεί να είναι εναντίον ενός πραγματικού αγώνα κατά της διαφθοράς; Αυτό ακριβώς κάναμε στο Εκουαδόρ τα τελευταία δέκα χρόνια, ξεριζώνοντας τη θεσμοθετημένη διαφθορά που υπήρχε. Όμως ο υποτιθέμενος αγώνας κατά της διαφθοράς από τη δεξιά και τα Μέσα της είναι απολύτως ανειλικρινής και δεν αποτελεί παρά μόνο το εργαλείο για πολιτική επίθεση, όπως γινόταν τη δεκαετία του ’90 στον αγώνα κατά του εμπορίου ναρκωτικών ή, στην τότε εποχή, o αγώνας ενάντια στον κομμουνισμό. Για έναν πραγματικό αγώνα κατά της διαφθοράς θα ήταν αρκετό, παραδείγματος χάριν, να απαγορευτούν οι φορολογικοί παράδεισοι, από όπου πρακτικά περνάει όλη η διαφθορά που έπρεπε να αντιμετωπίσουμε.


Μας μιλούν για έλλειψη ελέγχου, για ανεκτικότητα, για συστήματα διαφθοράς. Ποιος είναι αυτός ο έλεγχος που επιτρέπει να εντοπίσουμε μια δωροδοκία σε κάποιον κρυφό λογαριασμό σε έναν φορολογικό παράδεισο; Στο Εκουαδόρ, οι έλεγχοι είναι τόσο αυστηροί που πρέπει να δηλώνεται η προέλευση των καταθέσεων για πάνω από 10 χιλιάδες δολάρια, ενώ στους φορολογικούς παραδείσους επιτρέπεται η κατάθεση εκατομμυρίων, χωρίς να δηλώνει κανείς τίποτα.

Και, φυσικά, το επικοινωνιακό πλαίσιο είναι ότι η διαφθορά ενυπάρχει από φταίξιμο του Κράτους, ότι το δημόσιο, σε αντίθεση με το ιδιωτικό, είναι η πηγή των προβλημάτων. Η πραγματικότητα είναι ότι – όπως στη περίπτωση της Odebrecht, βραζιλιάνικης κατασκευαστικής εταιρείας που δημιούργησε ένα ολόκληρο δίκτυο διαφθοράς σε 12 χώρες – η διαφθορά σε μεγάλο βαθμό προωθείται από τον ιδιωτικό τομέα. Σε χώρες όπως η Γερμανία, μέχρι πριν λίγο καιρό, οι επιχειρήσεις της μπορούσαν να απαλλαγούν από φόρους, για έξοδα από παράνομες πληρωμές στις χώρες μας.

Υπάρχει μια τεράστια υποκρισία παγκοσμίως σε σχέση με τον αγώνα κατά της διαφθοράς. Αρκεί να πούμε ότι το Εκουαδόρ είναι η πρώτη χώρα του κόσμου που έχει εγκρίνει, μέσω λαϊκής διαβούλευσης, νόμο που απαγορεύει σε δημόσιους λειτουργούς να έχουν επιχειρήσεις οποιουδήποτε είδους σε φορολογικούς παραδείσους. Πλέον θεωρείται έγκλημα η χρήση αυτών των φορολογικών καταφυγίων, όμως αυτά συνεχίζουν να υπάρχουν.

Συμπερασματικά, αναζητούν τρόπο να καταστρέψουν, όχι μόνο το μοντέλο, αλλά και τα επιτεύγματα που κατόρθωσε το προοδευτικό ρεύμα, βασισμένοι στη διόγκωση και τη γενίκευση πρακτικά αναπόφευκτων προβλημάτων στην άσκηση της εξουσίας, με όχημα κυρίως τα μέσα επικοινωνίας.

Η αριστερά, θύμα της ίδιας της επιτυχίας της;

Πιθανόν η αριστερά είναι θύμα επίσης της ίδιας της επιτυχίας της. Σύμφωνα με το CEPAL, σχεδόν 94 εκατομμύρια άνθρωποι βγήκαν από την φτώχεια και εντάχθηκαν στην μεσαία περιφερειακή τάξη κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, στη συντριπτική πλειοψηφία τους καρπός των πολιτικών των κυβερνήσεων της αριστεράς.

Στη Βραζιλία, 37,5 εκατομμύρια άνθρωποι έπαψαν να είναι φτωχοί μεταξύ 2003 και 2013, και τώρα ανήκουν στη μεσαία τάξη, αλλά αυτά τα εκατομμύρια δεν ήταν μια δύναμη κινητοποίησης όταν ένα Κοινοβούλιο που κατηγορείται για διαφθορά απέπεμψε την Ντίλμα Ρούσεφ. Έχουμε ανθρώπους που ξεπέρασαν την φτώχεια και τώρα –γι’ αυτό και ονομάζεται πολλές φορές αντικειμενική ευημερία και υποκειμενική φτώχεια– παρόλο που έχουν βελτιώσει εξαιρετικά το επίπεδο εισοδήματός τους, ζητούν πολύ περισσότερα, και αισθάνονται φτωχοί όχι σε σχέση με αυτά που έχουν, χειρότερα ακόμα από αυτά που είχαν, αλλά σε σχέση με αυτό που προσδοκούν.

Αυτή η νέα μεσαία τάξη που έχει αναδυθεί ως καρπός της επιτυχίας των οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών της ίδιας της αριστεράς, έχει ανάγκη νέα ρητορική και μήνυμα. Οι απαιτήσεις της δεν είναι μόνο διαφορετικές, αλλά επίσης ανταγωνιστικές με αυτές των φτωχών, και υποκύπτουν πιο εύκολα στις σειρήνες της δεξιάς και του τύπου της, που προσφέρει σε όλους ένα στυλ ζωής σαν της Νέας Υόρκης.

Η αριστερά πάντα έχει παλέψει κόντρα στο ρεύμα, τουλάχιστο στο δυτικό κόσμο. Η ερώτηση είναι, θα παλέψει κόντρα στην ανθρώπινη φύση;

Το πρόβλημα είναι πολύ πιο πολύπλοκο αν προσθέσουμε σε αυτό την ηγεμονική κουλτούρα που κατασκευάζεται από τα μέσα ενημέρωσης, με την γκραμσιανή έννοια, με άλλα λόγια να πετύχουν οι επιθυμίες των μεγάλων πλειοψηφιών να είναι λειτουργικές με τα συμφέροντα των ελίτ. Ένα δραματικό παράδειγμα ήταν η απόρριψη του Νόμου της Κληρονομιάς που επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί στο Εκουαδόρ, που αποτελείται από ένα φόρο πολύ πιο προοδευτικό για τις κληρονομιές μεγαλύτερου μεγέθους. Παρόλο που μόνο ένα τρία τις χιλίοις του πληθυσμού λαμβάνει στο Εκουαδόρ μια κληρονομιά, και ο νέος νόμος θα επηρεάσει μόνο τις μεγάλες κληρονομιές, με άλλα λόγια το 0,004% των κληρονομιών, κάτι που ισοδυναμεί με περίπου 172 άτομα κάθε έτος σε έναν πληθυσμό 16 εκατομμυρίων, πολλοί φτωχοί και εκ της μεσαίας τάξης βγήκαν να διαμαρτυρηθούν για έναν φόρο που ποτέ δεν θα πρέπει να πληρώσουν, χειραγωγημένοι σε μεγάλο βαθμό από τα μέσα ενημέρωσης.

Οι δημοκρατίες μας θα πρέπει να αποκαλούνται μιντιακές δημοκρατίες. Τα μέσα ενημέρωσης είναι το πιο σημαντικό συστατικό στην πολιτική διαδικασία από τα κόμματα και τα εκλογικά συστήματα· έχουν γίνει τα κύρια αντιπολιτευτικά κόμματα των προοδευτικών κυβερνήσεων· και είναι οι πραγματικοί αντιπρόσωποι της επιχειρηματικής και συντηρητικής πολιτικής εξουσίας.

Δεν έχει σημασία αυτό που συμφέρει τις μεγάλες πλειοψηφίες, αυτό που έχει προταθεί στην προεκλογική καμπάνια, και αυτό που ο λαός, ο εντολέας σε κάθε δημοκρατία, έχει διατάξει στις κάλπες. Το σημαντικό είναι αυτό που εγκρίνουν ή απορρίπτουν στους τίτλους τους τα μέσα ενημέρωσης. Έχουν αντικαταστήσει το Κράτος Δικαίου με το Κράτος Γνώμης.

Υφίσταται «στρατηγική πρόκληση»;

Η περιφερειακή αριστερά αντιμετωπίσει τα προβλήματα της άσκησης –ή της προηγούμενης άσκησης– εξουσίας, συχνά με τρόπο αποτελεσματικό αλλά φθοροποιό.

Είναι αδύνατο να κυβερνάς έχοντας όλο τον κόσμο ευχαριστημένο, ακόμα περισσότερο όταν απαιτείται τόση κοινωνική δικαιοσύνη. Στο Εκουαδόρ, εξαιτίας του ότι δώσαμε φωνή στους ταπεινούς, ευκαιρίες στους φτωχούς, δικαιώματα στους εργαζόμενους, αξιοπρέπεια στους αγρότες μας, επειδή πήραμε την εξουσία από αυτούς που πάντα την επικαρπώνονταν – την τράπεζα, τα μέσα ενημέρωσης, την κομματοκρατία – προκαλέσαμε ισχυρούς εχθρούς, και μας κατηγόρησαν ότι «πολώσαμε» τη χώρα. Ξεχνούν ότι, για τα μισά κερδισμένα, εδώ και λίγες δεκαετίες θα είχαμε εμφύλιο πόλεμο. Εμείς το κάναμε αφού κουραστήκαμε να κερδίζουμε εκλογές.

Όταν είναι η αριστερά του 3% σε διαρκή αντιπολίτευση, χωρίς κάλεσμα της εξουσίας, συνηθισμένη να διαμαρτύρεται και όχι να προτείνει, δεν γίνεται αντιληπτό πώς είναι να πρέπει να κυβερνάς σε διάφορες οικονομικές συνθήκες, ή να αντιμετωπίζεις προδότες που υπέκυπταν απέναντι στον πειρασμό της εξουσίας και του χρήματος. Είναι καθαρό ότι η μοναδική μάχη που δεν μπορεί να χάσει ένας επαναστάτης είναι η ηθική μάχη, αλλά μια έντιμη κυβέρνηση δεν είναι αυτή που ποτέ δεν υπέστη περιπτώσεις διαφθοράς, αλλά αυτή που ποτέ δεν τις ανέχτηκε. Η αδυναμία να το καταλάβουν αυτό συγχέει πολλούς στρατευμένους, και αφαιρεί ενότητα και δύναμη από τα προοδευτικά κινήματα, ρίχνοντας το ηθικό τους απέναντι στην πρώτη αντιξοότητα, και πολλές φορές προσφέρει στους αντιτιθέμενους ένα επιχείρημα που ποτέ δεν είχαν.

Πάντα πρέπει να είμαστε αυτοκριτικοί, αλλά πρέπει επίσης να έχουμε πίστη στους εαυτούς μας. Οι προοδευτικές κυβερνήσεις βρίσκονται κάτω από συνεχή επίθεση, οι ελίτ και τα μέσα ενημέρωσής τους δεν μας συγχωρούν κανένα λάθος, προσπαθούν να μας κατεβάσουν το ηθικό, να μας κάνουν να αμφιβάλουμε για τις πεποιθήσεις, τις προτάσεις και τους στόχους μας. Για αυτό, ίσως η μεγαλύτερη «στρατηγική πρόκληση» της λατινοαμερικάνικης αριστεράς, είναι να καταλάβει ότι κάθε υπέρβαση θα έχει λάθη και αντιφάσεις, αλλά επίσης, όπως έλεγε ο άγιος Ιγνάτιος Λογιόλα, να καταλάβει ότι, σε ένα πολιορκημένο φρούριο, κάθε διαφωνία είναι προδοσία.


Του Ραφαέλ Κορέα Ντελγκάδο, πρώην προέδρου του Εκουαδόρ

Πηγή

Πηγή

Πηγή

Σχόλια