Γιατί δεν αποφυλακίζεται ο Ζορζ Ιμπραήμ Αμπντάλα;
Κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Τυνησία, ο Γάλλος πρόεδρος Μανουέλ Μακρόν, έγινε αποδέκτης διαμαρτυριών από μερίδα του κόσμου, που ζητούσε την αποφυλάκιση του Georges Ibrahim Abdallah.
Το περιστατικό συνέβη στη διάρκεια ζωντανής μετάδοσης της επίσκεψης, μέσω της προσωπικής σελίδας του Μακρόν στο facebook. Ο Γάλλος πρόεδρος φαίνεται να ρωτάει τον δήμαρχο της Τύνιδας, Seifallah Iasram, ποιανού την απελευθέρωση ζητούν, ενώ ο καμεραμάν προσπαθεί να αποφύγει την απαθανάτιση του συμβάντος.
Τον Οκτώβρη του 1984, ο Αμπντάλα μπήκε σε ένα αστυνομικό τμήμα της Λυών, ζητώντας προστασία από δύο τύπους που τον παρακολουθούσαν και τους οποίους υποψιαζόταν ότι ήταν Ισραηλινοί πράκτορες των μυστικών Υπηρεσιών.
Στην πραγματικότητα, αυτοί ήταν μέλη του τοπικού οργανισμού παρακολούθησης, που παρακολουθούσε εκείνο το διάστημα τον Αμπντάλα.
Ο Αμπντάλα ήταν μέλος του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP) και της Ένοπλης Επαναστατικής Φράξιας του Λιβάνου (LARF), μιας αντισιωνιστικής, μαρξιστικής ομάδας με στόχο την εκδίωξη των γαλλικών στρατευμάτων από τον Λίβανο.
Η οργάνωση LARF είχε αναλάβει την ευθύνη για τον συντονισμό επτά επιθέσεων στη Γαλλία,μεταξύ των οποίων τις δολοφονίες του Αμερικανού στρατιωτικού ακόλουθου, Charles Ray, τον Ιανουάριο του 1982 και του Ισραηλινού διπλωμάτη Yacov Barsimantov, τον Απρίλη του 1982. Παρόλο που ο Αμπντάλα θεωρούνταν ηγετικό στέλεχος της LARF, τα μόνα στοιχεία που είχαν οι γαλλικές αρχές εναντίον του ήταν η κατοχή πλαστών ταξιδιωτικών εγγράφων.
Καθώς δεν είχαν στοιχεία ώστε να ασκήσουν δίωξη για κάποιο σοβαρό έγκλημα, οι γαλλικές αρχές διαπραγματεύτηκαν μια συμφωνία απελευθέρωσης του Αμπντάλα, με αντάλλαγμα την απελευθέρωση ενός Γάλλου διπλωμάτη, ο οποίος κρατούνταν όμηρος από οπαδούς του Αμπντάλα στον Λίβανο.
Ωστόσο, μόλις ο διπλωμάτης απελευθερώθηκε, τον Απρίλιο του 1985, οι Γαλλικές αρχές ανέφεραν ότι βρήκαν το όπλο με τον οποίο δολοφονήθηκαν οι Ρέι και Μπαρσιμάντοφ, καθώς και μια ποσότητα εκρηκτικών, σε ένα διαμέρισμα όπου πίστευαν ότι διέμενε ο Αμπντάλα. Τα "στοιχεία" αυτά τους οδήγησαν να ανακαλέσουν την υπόσχεση για απελευθέρωσή του.
Μεταξύ του Οκτωβρίου 1985 και του Μαρτίου 1986, μετά την αθέτηση της συμφωνίας, οι ομάδες υποστήριξης του Αμπντάλα πραγματοποίησαν μια σειρά επιθέσεων στο Παρίσι, με αποτέλεσμα τον θάνατο δύο ανθρώπων.
Τον Ιούλιο του 1986 ο Αμπντάλα καταδικάστηκε για πρώτη φορά με ποινή 4 ετών φυλάκισης, για κατοχή πλαστών εγγράφων και όπλων. Η πρεσβεία των ΗΠΑ στο Παρίσι, διαμαρτυρήθηκε γι' αυτήν την ποινή, θεωρώντας την πολύ επιεική.
Τον Φεβρουάριο του 1987, ο Αμπντάλα δικάστηκε για δεύτερη φορά, ενώπιον ειδικού δικαστηρίου, ως ύποπτος για τρομοκρατία. Χρησιμοποιώντας το νέο εύρημα, το όπλο της δολοφονίας, ως βασικό πειστήριο, οι Γαλλικές αρχές κατηγόρησαν τον Αμπντάλα για συνέργεια στις δολοφονίες των Ρέι και Μπαρσιμάντοφ.
Πολιτική αγωγή στη δίκη ήταν η κυβέρνηση των ΗΠΑ και η χήρα του Τσαρλς Ρέι.
Ο Αμπντάλα αρνήθηκε τις κατηγορίες όπως και να παρακολουθήσει μέρος της δίκης.
Βασικό επιχείρημα της Γαλλικής αστυνομίας ήταν ότι ο Αμπντάλα ήταν ιδρυτής και αρχηγός της LARF. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της δίκης, υψηλόβαθμα στελέχη των γαλλικών μυστικών υπηρεσιών στις καταθέσεις τους έθεταν εν αμφιβόλω τη σπουδαιότητα του ρόλου του Αμπντάλα στην οργάνωση.
Στις 28 Φεβρουαρίου του 1987, ο Αμπντάλα καταδικάστηκε για συνέργεια στις δύο δολοφονίες.
Παρότι ο εισαγγελέας, αλλά και η γαλλική κυβέρνηση, ζήτησαν από το δικαστήριο να μην επιδικάσει πάνω από 10 χρόνια ποινή, το δικαστήριο τον καταδίκασε σε ισόβια, που μεταφράζεται σε 15-20 χρόνια.
Δύο μέτρα και δύο σταθμά
Η δίωξη του Αμπντάλα είχε έντονη οσμή σκανδάλου. Η δικηγόρος της υπερασπιστικής του ομάδας, Isabelle Coutant-Peyre, ισχυρίστηκε ότι το πειστήριο του όπλου του εγκλήματος ήταν "κατασκευασμένα εκ των υστέρων, ώστε να καταδικαστεί αναδρομικά". Ο συνήγορός του, Jean Paul Mazurier, αποκάλυψε ότι είχε προσληφθεί από τις γαλλικές μυστικές υπηρεσίες για να κατασκοπεύει τον πελάτη του.
Ο πρώην διοικητής των γαλλικών μυστικών υπηρεσιών, Yves Bonnet, στα απομνημονεύματά του, χαρακτήρισε την υπόθεση Αμπντάλα, ως παράνομη συνωμοσία των μυστικών υπηρεσιών.
Ο Μπονέτ ήταν μια από τις κυρίαρχες φωνές που ζητούσαν την απελευθέρωση του Αμπντάλα. Το 2012 δήλωσε στα ΜΜΕ: "Θεωρώ ότι είναι αφύσικο και σκανδαλώδες να κρατάμε φυλακισμένο τον Αμπντάλα". Επίσης, αντιπαρέβαλε την άρνηση των γαλλικών αρχών να χορηγήσουν αναστολή στον Αμπντάλα, με την απόφαση να απελευθερώσουν τον Μορίς Παπόν.
Ο Παπόν είχε καταδικαστεί για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας το 1998, για τη συμμετοχή του στη σύλληψη και απέλαση πάνω από 1.600 Εβραίων, μεταξύ των οποίων 200 παιδιά, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί στη διάρκεια του ΒΠΠ. Ο Παπόν φυλακίστηκε το 1999 και απελευθερώθηκε το 2002, λόγω υγείας.
Πριν από την καταδίκη του, ο Παπόν υπηρέτησε για χρόνια ως υψηλόβαθμο στέλεχος της μεταπολεμικής Γαλλίας, ως αρχηγός της Αστυνομίας των Παρισίων και αργότερα και ως υπουργός της γαλλικής κυβέρνησης. Στις 17 Οκτωβρίου 1961, υπό την διοίκησή του, η παρισινή αστυνομία πραγματοποίησε τη διαβόητη σφαγή 200 Αλγερινών που διαδήλωναν ενάντια στον πόλεμο που είχε εξαπολύσει η Γαλλία στη χώρα τους. Σύμφωνα με αναφορές, δεκάδες δολοφονήθηκαν με πνιγμό στον Σηκουάνα.
Ο Μπόνετ τόνισε επίσης ότι οι γαλλικές αρχές είχαν χορηγήσει αναστολή στον Ali Vakili Rad, που είχε καταδικαστεί σε ισόβια το 1994, για τη δολοφονία του Shapour Bakhtiar, εξόριστου πρώην πρωθυπουργού του Σάχη του Ιράν.
Ο Ραντ, μαζί με δύο συνεργούς, είχαν εισβάλει στο σπίτι του Μπακτιάρ, στα προάστια του Παρισιού, όπου μαχαίρωσαν μέχρι θανάτου αυτόν και μια οικιακή βοηθό του. Οι δύο συνεργοί διέφυγαν, ενώ ο Ραντ συνελήφθη στην Ελβετία και εκδόθηκε στη Γαλλία. Μετά την απελευθέρωσή του, επέστρεψε στο Ιράν το 2010.
Πιέσεις από τις ΗΠΑ
Παρά τα προηγούμενα δεδικασμένα, οι Γαλλικές και Αμερικανικές αρχές αρνούνται σθεναρά τη χορήγηση αναστολής στον Αμπντάλα, την οποία δικαιούται από το 1999.
Το 2005 του χορηγήθηκε για πρώτη φορά αναστολή, αλλά αυτή η απόφαση αναιρέθηκε από ανώτερο δικαστήριο.
Το Wikileaks αποκάλυψε διπλωματικές επικοινωνίες, που αποδεικνύουν ότι η Γαλλική και η Αμερικανική κυβέρνηση συζητούσαν το αίτημα αναστολής του Αμπντάλα το 2007 και εξέφραζαν ανησυχίες ότι η επιδείνωση της υγείας του μπορεί να ανέβαζε τις πιθανότητες αποφυλάκισής του. Αργότερα το ίδιο έτος, η αίτησή του απορρίφθηκε.
Δεύτερη φορά που του χορηγήθηκε αναστολή ήταν το 2012, αλλά και πάλι η απόφαση ανατράπηκε μετά από πιέσεις των δύο κυβερνήσεων.
Το 2013, η τότε υπουργός εσωτερικών των ΗΠΑ, Χίλαρυ Κλίντον, τηλεφώνησε προσωπικά στον Υπουργό Εξωτερικών της Γαλλίας, Λορέν Φαμπιούς και απαίτησε από τις γαλλικές αρχές να βρουν τρόπο να ανατρέψουν τη δικαστική απόφαση αποφυλάκισης του Αμπντάλα.
Στις σημειώσεις αυτού του τηλεφωνήματος αναφέρεται: "παρότι οι γαλλικές αρχές δεν έχουν νομική αρμοδιότητα να ανατρέψουν την απόφαση της 10ης Ιανουαρίου για το αίτημα, ελπίζουμε ότι οι Γάλλοι αξιωματούχοι μπορεί να βρουν τρόπο να αμφισβητήσουν την νομιμότητα της απόφασης".
Αυτές οι σημειώσεις μεταφέρθηκαν στον προσωπικό λογαριασμό email της Χίλαρυ Κλίντον και έχουν δημοσιοποιηθεί από το Στέητ Ντηπάρτμεντ.
Τελικά, η αναστολή απορρίφθηκε από ανώτερο δικαστήριο.
Το 2015 και πάλι απορρίφθηκε αίτημα του Αμπντάλα για αναστολή.
Ένα σύντομο ιστορικό της υπόθεσης Αμπντάλα
Τον Οκτώβρη του 1984, ο Αμπντάλα μπήκε σε ένα αστυνομικό τμήμα της Λυών, ζητώντας προστασία από δύο τύπους που τον παρακολουθούσαν και τους οποίους υποψιαζόταν ότι ήταν Ισραηλινοί πράκτορες των μυστικών Υπηρεσιών.
Στην πραγματικότητα, αυτοί ήταν μέλη του τοπικού οργανισμού παρακολούθησης, που παρακολουθούσε εκείνο το διάστημα τον Αμπντάλα.
Ο Αμπντάλα ήταν μέλος του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP) και της Ένοπλης Επαναστατικής Φράξιας του Λιβάνου (LARF), μιας αντισιωνιστικής, μαρξιστικής ομάδας με στόχο την εκδίωξη των γαλλικών στρατευμάτων από τον Λίβανο.
Η οργάνωση LARF είχε αναλάβει την ευθύνη για τον συντονισμό επτά επιθέσεων στη Γαλλία,μεταξύ των οποίων τις δολοφονίες του Αμερικανού στρατιωτικού ακόλουθου, Charles Ray, τον Ιανουάριο του 1982 και του Ισραηλινού διπλωμάτη Yacov Barsimantov, τον Απρίλη του 1982. Παρόλο που ο Αμπντάλα θεωρούνταν ηγετικό στέλεχος της LARF, τα μόνα στοιχεία που είχαν οι γαλλικές αρχές εναντίον του ήταν η κατοχή πλαστών ταξιδιωτικών εγγράφων.
Καθώς δεν είχαν στοιχεία ώστε να ασκήσουν δίωξη για κάποιο σοβαρό έγκλημα, οι γαλλικές αρχές διαπραγματεύτηκαν μια συμφωνία απελευθέρωσης του Αμπντάλα, με αντάλλαγμα την απελευθέρωση ενός Γάλλου διπλωμάτη, ο οποίος κρατούνταν όμηρος από οπαδούς του Αμπντάλα στον Λίβανο.
Ωστόσο, μόλις ο διπλωμάτης απελευθερώθηκε, τον Απρίλιο του 1985, οι Γαλλικές αρχές ανέφεραν ότι βρήκαν το όπλο με τον οποίο δολοφονήθηκαν οι Ρέι και Μπαρσιμάντοφ, καθώς και μια ποσότητα εκρηκτικών, σε ένα διαμέρισμα όπου πίστευαν ότι διέμενε ο Αμπντάλα. Τα "στοιχεία" αυτά τους οδήγησαν να ανακαλέσουν την υπόσχεση για απελευθέρωσή του.
Μεταξύ του Οκτωβρίου 1985 και του Μαρτίου 1986, μετά την αθέτηση της συμφωνίας, οι ομάδες υποστήριξης του Αμπντάλα πραγματοποίησαν μια σειρά επιθέσεων στο Παρίσι, με αποτέλεσμα τον θάνατο δύο ανθρώπων.
Τον Ιούλιο του 1986 ο Αμπντάλα καταδικάστηκε για πρώτη φορά με ποινή 4 ετών φυλάκισης, για κατοχή πλαστών εγγράφων και όπλων. Η πρεσβεία των ΗΠΑ στο Παρίσι, διαμαρτυρήθηκε γι' αυτήν την ποινή, θεωρώντας την πολύ επιεική.
Τον Φεβρουάριο του 1987, ο Αμπντάλα δικάστηκε για δεύτερη φορά, ενώπιον ειδικού δικαστηρίου, ως ύποπτος για τρομοκρατία. Χρησιμοποιώντας το νέο εύρημα, το όπλο της δολοφονίας, ως βασικό πειστήριο, οι Γαλλικές αρχές κατηγόρησαν τον Αμπντάλα για συνέργεια στις δολοφονίες των Ρέι και Μπαρσιμάντοφ.
Πολιτική αγωγή στη δίκη ήταν η κυβέρνηση των ΗΠΑ και η χήρα του Τσαρλς Ρέι.
Ο Αμπντάλα αρνήθηκε τις κατηγορίες όπως και να παρακολουθήσει μέρος της δίκης.
Βασικό επιχείρημα της Γαλλικής αστυνομίας ήταν ότι ο Αμπντάλα ήταν ιδρυτής και αρχηγός της LARF. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της δίκης, υψηλόβαθμα στελέχη των γαλλικών μυστικών υπηρεσιών στις καταθέσεις τους έθεταν εν αμφιβόλω τη σπουδαιότητα του ρόλου του Αμπντάλα στην οργάνωση.
Στις 28 Φεβρουαρίου του 1987, ο Αμπντάλα καταδικάστηκε για συνέργεια στις δύο δολοφονίες.
Παρότι ο εισαγγελέας, αλλά και η γαλλική κυβέρνηση, ζήτησαν από το δικαστήριο να μην επιδικάσει πάνω από 10 χρόνια ποινή, το δικαστήριο τον καταδίκασε σε ισόβια, που μεταφράζεται σε 15-20 χρόνια.
Δύο μέτρα και δύο σταθμά
Η δίωξη του Αμπντάλα είχε έντονη οσμή σκανδάλου. Η δικηγόρος της υπερασπιστικής του ομάδας, Isabelle Coutant-Peyre, ισχυρίστηκε ότι το πειστήριο του όπλου του εγκλήματος ήταν "κατασκευασμένα εκ των υστέρων, ώστε να καταδικαστεί αναδρομικά". Ο συνήγορός του, Jean Paul Mazurier, αποκάλυψε ότι είχε προσληφθεί από τις γαλλικές μυστικές υπηρεσίες για να κατασκοπεύει τον πελάτη του.
Ο πρώην διοικητής των γαλλικών μυστικών υπηρεσιών, Yves Bonnet, στα απομνημονεύματά του, χαρακτήρισε την υπόθεση Αμπντάλα, ως παράνομη συνωμοσία των μυστικών υπηρεσιών.
Ο Μπονέτ ήταν μια από τις κυρίαρχες φωνές που ζητούσαν την απελευθέρωση του Αμπντάλα. Το 2012 δήλωσε στα ΜΜΕ: "Θεωρώ ότι είναι αφύσικο και σκανδαλώδες να κρατάμε φυλακισμένο τον Αμπντάλα". Επίσης, αντιπαρέβαλε την άρνηση των γαλλικών αρχών να χορηγήσουν αναστολή στον Αμπντάλα, με την απόφαση να απελευθερώσουν τον Μορίς Παπόν.
Ο Παπόν είχε καταδικαστεί για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας το 1998, για τη συμμετοχή του στη σύλληψη και απέλαση πάνω από 1.600 Εβραίων, μεταξύ των οποίων 200 παιδιά, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί στη διάρκεια του ΒΠΠ. Ο Παπόν φυλακίστηκε το 1999 και απελευθερώθηκε το 2002, λόγω υγείας.
Πριν από την καταδίκη του, ο Παπόν υπηρέτησε για χρόνια ως υψηλόβαθμο στέλεχος της μεταπολεμικής Γαλλίας, ως αρχηγός της Αστυνομίας των Παρισίων και αργότερα και ως υπουργός της γαλλικής κυβέρνησης. Στις 17 Οκτωβρίου 1961, υπό την διοίκησή του, η παρισινή αστυνομία πραγματοποίησε τη διαβόητη σφαγή 200 Αλγερινών που διαδήλωναν ενάντια στον πόλεμο που είχε εξαπολύσει η Γαλλία στη χώρα τους. Σύμφωνα με αναφορές, δεκάδες δολοφονήθηκαν με πνιγμό στον Σηκουάνα.
Ο Μπόνετ τόνισε επίσης ότι οι γαλλικές αρχές είχαν χορηγήσει αναστολή στον Ali Vakili Rad, που είχε καταδικαστεί σε ισόβια το 1994, για τη δολοφονία του Shapour Bakhtiar, εξόριστου πρώην πρωθυπουργού του Σάχη του Ιράν.
Ο Ραντ, μαζί με δύο συνεργούς, είχαν εισβάλει στο σπίτι του Μπακτιάρ, στα προάστια του Παρισιού, όπου μαχαίρωσαν μέχρι θανάτου αυτόν και μια οικιακή βοηθό του. Οι δύο συνεργοί διέφυγαν, ενώ ο Ραντ συνελήφθη στην Ελβετία και εκδόθηκε στη Γαλλία. Μετά την απελευθέρωσή του, επέστρεψε στο Ιράν το 2010.
Πιέσεις από τις ΗΠΑ
Παρά τα προηγούμενα δεδικασμένα, οι Γαλλικές και Αμερικανικές αρχές αρνούνται σθεναρά τη χορήγηση αναστολής στον Αμπντάλα, την οποία δικαιούται από το 1999.
Το 2005 του χορηγήθηκε για πρώτη φορά αναστολή, αλλά αυτή η απόφαση αναιρέθηκε από ανώτερο δικαστήριο.
Το Wikileaks αποκάλυψε διπλωματικές επικοινωνίες, που αποδεικνύουν ότι η Γαλλική και η Αμερικανική κυβέρνηση συζητούσαν το αίτημα αναστολής του Αμπντάλα το 2007 και εξέφραζαν ανησυχίες ότι η επιδείνωση της υγείας του μπορεί να ανέβαζε τις πιθανότητες αποφυλάκισής του. Αργότερα το ίδιο έτος, η αίτησή του απορρίφθηκε.
Δεύτερη φορά που του χορηγήθηκε αναστολή ήταν το 2012, αλλά και πάλι η απόφαση ανατράπηκε μετά από πιέσεις των δύο κυβερνήσεων.
Το 2013, η τότε υπουργός εσωτερικών των ΗΠΑ, Χίλαρυ Κλίντον, τηλεφώνησε προσωπικά στον Υπουργό Εξωτερικών της Γαλλίας, Λορέν Φαμπιούς και απαίτησε από τις γαλλικές αρχές να βρουν τρόπο να ανατρέψουν τη δικαστική απόφαση αποφυλάκισης του Αμπντάλα.
Στις σημειώσεις αυτού του τηλεφωνήματος αναφέρεται: "παρότι οι γαλλικές αρχές δεν έχουν νομική αρμοδιότητα να ανατρέψουν την απόφαση της 10ης Ιανουαρίου για το αίτημα, ελπίζουμε ότι οι Γάλλοι αξιωματούχοι μπορεί να βρουν τρόπο να αμφισβητήσουν την νομιμότητα της απόφασης".
Αυτές οι σημειώσεις μεταφέρθηκαν στον προσωπικό λογαριασμό email της Χίλαρυ Κλίντον και έχουν δημοσιοποιηθεί από το Στέητ Ντηπάρτμεντ.
Τελικά, η αναστολή απορρίφθηκε από ανώτερο δικαστήριο.
Το 2015 και πάλι απορρίφθηκε αίτημα του Αμπντάλα για αναστολή.
Πηγή των πληροφοριών
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου