Washigton Post: Οι γιατροί και οι νοσοκόμες θέλουν περισσότερα δεδομένα προτού υποστηρίξουν τα εμβόλια


Αποσπάσματα από άρθρο της 21ης Νοεμβρίου 2020 στην Ουάσιγκτον Ποστ, μια από τις γνωστότερες αμερικανικές εφημερίδες, πάντα εξαιρετικά φιλοεμβολιαστική:

Δημοσκόπηση τον περασμένο μήνα (Οκτώβριο) έδειξε ότι το 58% των ενηλίκων στις ΗΠΑ ήταν πρόθυμοι να εμβολιαστούν κατά του κορωνοϊού. Μια δημοσκόπηση του Pew Research Center τον Σεπτέμβριο διαπίστωσε ότι το 51% των Αμερικανών δήλωσαν ότι "σίγουρα" ή "μάλλον" θα έκαναν το εμβόλιο του κορωνοϊού.

Ειδικοί της ιατρικής δήλωσαν ότι οι στάσεις μεταξύ των γιατρών, των νοσοκόμων και του κοινού θα μπορούσαν να αλλάξουν γρήγορα καθώς αποκαλύπτονται νέα δεδομένα. Ωστόσο, αξιωματούχοι της κυβέρνησης, των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων και της υγειονομίας λένε ότι σημαντικός αριθμός γιατρών θέλουν να έχουν περισσότερα δεδομένα σχετικά με το εμβόλιο προτού αυτό κυκλοφορήσει.

Σε μια έκθεση που κυκλοφόρησε την Πέμπτη από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες ερευνητές αναφέρουν ότι το 66% των εργαζομένων στον χώρο της υγείας στο Λος Άντζελες που απάντησαν σε ένα διαδικτυακό ερωτηματολόγιο (όχι τυχαιοποιημένο δείγμα) δήλωσαν ότι θα καθυστερήσουν να κάνουν το εμβόλιο. Η Αμερικανική Ένωση Νοσηλευτριών, μια εθνική επαγγελματική οργάνωση, δήλωσε ότι το ένα τρίτο των μελών της δεν προτίθεται να κάνει το εμβόλιο και ένα επιπλέον τρίτο είναι αναποφάσιστο.

Το Νιου Τζέρσεϊ δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι τα στοιχεία του έδειξαν ότι το 66% των γιατρών της Πολιτείας σχεδιάζει να λάβει το εμβόλιο. Μεταξύ των επαγγελματιών με τους οποίους η Πολιτεία επικοινώνησε, «κάποιοι δεν ήθελαν να βρεθούν στον πρώτο γύρο, οπότε θα μπορούσαν να περιμένουν και να δουν αν υπάρχουν πιθανές παρενέργειες», δήλωσε η Επίτροπος Υγείας του Νιου Τζέρσεϊ, η Τζούντιθ Μ. Περσίτσι, στις Ειδήσεις στις 9 Νοεμβρίου.

«Από εκείνους που είπαν ότι δεν θα έκαναν το εμβόλιο, πολλοί είπαν ότι θα ήταν πολύ πρόθυμοι να το κάνουν αργότερα, όταν θα υπήρχαν περισσότερα δεδομένα», είπε.

Η διστακτικότητα μεταξύ των γιατρών και των νοσηλευτριών δεν είναι η ίδια με το αντιεμβολιαστικό κίνημα.

Οι επαγγελματίες της υγείας τείνουν να υποστηρίζουν τα εμβόλια, συμπεριλαμβανομένων των εμβολίων εποχικής γρίπης, των εμβολίων για τον έρπητα ζωστήρα και του εμβολίου της ιλαράς, παρωτίτιδας και ερυθράς.

Όμως, στην περίπτωση του εμβολίου για τον κορωνοϊό, οι αξιωματούχοι της υγειονομίας λένε πως οι συχνές υποσχέσεις του Προέδρου Τραμπ για εμβόλια έχουν δημιουργήσει αμφιβολίες σχετικά με την αντικειμενικότητα των υγειονομικών αξιολογήσεων, όπως και η ταχύτητα των κλινικών δοκιμών από τις κατασκευάστριες εταιρίες, καθώς και η έλλειψη εξοικείωσης με τις καινούργιες (γενετικές) τεχνικές που χρησιμοποίησαν οι εταιρείες για να προκαλέσουν αντισώματα.

«Είμαστε οι μεγαλύτεροι υποστηρικτές των εμβολίων, αλλά αυτή είναι η πρώτη φορά που ένα νέο εμβόλιο αναπτύχθηκε με γρήγορους ρυθμούς εν μέσω μιας πανδημίας, σε αντίθεση με ένα πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα», είπε σε μια συνέντευξη η Susan Bailey, Πρόεδρος της Ένωσης Αμερικανών Ιατρών (AMA).

«Αυτό που ακούω από τους γιατρούς είναι μερικές από τις ίδιες ανησυχίες που εκφράζονται από όλους. Ανησυχούν ότι η διαδικασία έχει πολιτικοποιηθεί. Ανησυχούν επειδή δεν έχουν δει ακόμα δημοσιευμένα δεδομένα. Και δεν αισθάνονται άνετα να πάρουν την απόφαση προς τη μία ή την άλλη πλευρά μέχρι να τα δουν», είπε η Μπέιλι.

Οι γιατροί είναι «η πιο έμπιστη πηγή πληροφοριών για την υγεία», ανέφερε το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) στα τέλη του περασμένου μήνα κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης για να συζητηθεί το εθνικό σχέδιο διανομής του εμβολίου. «Οι ανησυχίες μεταξύ των γιατρών αποτελούν κίνδυνο για τη γενικότερη εμπιστοσύνη του κοινού προς τα εμβόλια.» Το CDC δεν απάντησε σε αίτημα για σχολιασμό.

Η εταιρείες Pfizer και Moderna παρείχαν δεδομένα από τις μεγάλης κλίμακας δοκιμές της Φάσης 3 μόνο μέσω συνεντεύξεων Τύπου, τα οποία περιείχαν τα πολλά υποσχόμενα νέα ότι και τα δύο εμβόλια ήταν 90% αποτελεσματικά ή και περισσότερο και δεν έχουν παρουσιάσει σοβαρές ανησυχίες ως προς την ασφάλεια.

Η Μπέιλι, ο Κω και άλλοι ηγέτες είπαν ότι είναι ζωτικής σημασίας οι εταιρείες να δημοσιεύσουν τα πλήρη αποτελέσματα των δοκιμών το συντομότερο δυνατό για να γίνουν δεκτά από τους γιατρούς.

Σε ένα βίντεο της Ένωσης Αμερικανών Ιατρών που κυκλοφόρησε στις 2 Νοεμβρίου, η Μπέιλι είπε ότι ο αριθμός των γιατρών που εκφράζουν διστακτικότητα είναι «άνευ προηγουμένου» και ότι αυτό θέτει «πραγματικό κίνδυνο» για την εμπιστοσύνη του κοινού στα εμβόλια.

Το CDC είπε ότι το 98% των γιατρών και το 92% των νοσοκόμων εμβολιάστηκαν για τη γρίπη κατά τη διάρκεια της σεζόν γρίπης του περασμένου χειμώνα. Πολλά νοσοκομειακά συστήματα κάνουν υποχρεωτικό για το προσωπικό να κάνει εμβόλια γρίπης, αλλά παρόμοιες οδηγίες δεν αναμένονται για το εμβόλιο του κορωνοϊού – τουλάχιστον όχι αμέσως, καθότι θα συνεχίζουν να θεωρούνται πειραματικά.

«Αυτοί οι εμβολιασμοί mRNA δεν έχουν εγκριθεί ποτέ πριν, λοιπόν δεν υπάρχει αξιόπιστο ιστορικό για την ασφάλειά τους. Θα πρέπει να ανεβάσουμε τα στάνταρ στο θέμα της ασφάλειας», δήλωσε ο Jeffrey A. Hirschfield, παιδίατρος στην Αγία Πετρούπολη της Φλόριντα, ο οποίος έχει συζητήσει τις επιφυλάξεις του στο Twitter. «Συνήθως χρειάζονται 5 έως 10 χρόνια για να αναπτυχθούν επιτυχώς και να υποβληθούν σε έλεγχο υποψήφια εμβόλια, ειδικά εκείνα που βασίζονται σε νέες τεχνολογίες» είπε.

Η Marie Ritacco, νοσοκόμα επί πολλά χρόνια στο Νοσοκομείο St. Vincent στο Worcester της Μασαχουσέτης, και αντιπρόεδρος ένωσης νοσηλευτριών της Πολιτείας, δήλωσε ότι πολλές νοσοκόμες θα συνεχίσουν να βασίζονται σε ατομικό προστατευτικό εξοπλισμό και αυστηρές διαδικασίες κατά των λοιμώξεων αντί να είναι στο πρώτο κύμα των εργαζομένων υγείας που θα λάβουν εμβόλιο κορωνοϊού.

«Δεν είμαι αντιεμβολιάστρια. Πιστεύω στους εμβολιασμούς. Αλλά δεν έχω δει ποτέ μια τόσο γοργή διαδικασία», είπε. «Δεν νομίζω ότι έχουμε αρκετά δεδομένα για να δείξουμε ότι είναι ασφαλές, ότι δεν θα βλάψει και ότι θα είναι πολύ αποτελεσματικό. Όλες αυτές οι αποφάσεις στηρίζονται σε δεδομένα και τα δεδομένα δεν είναι ακόμη εδώ.» 

Τα εμβόλια που χρησιμοποιούν mRNA, το «αγγελιοφόρο RNA», λειτουργούν μεταφέροντας ένα γενετικό μήνυμα στο σώμα, που σηματοδοτεί στα κύτταρα να παραγάγουν τη διακριτική ακίδα πρωτεΐνης του κορωνοϊού, προκαλώντας μια ανοσοαπόκριση που δημιουργεί συγκεκριμένα αντισώματα.

Ο Marci Drees, ο υπεύθυνος πρόληψης λοιμώξεων και νοσοκομειακός επιδημιολόγος στο ChristianaCare, ένα νοσοκομειακό σύστημα που εδρεύει στο Wilmington, Del., δήλωσε ότι οι εργαζόμενοι θα χρειαστεί να καθησυχαστούν για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του εμβολίου από μέσα από τα ίδια τους τα συστήματα. Η καθοδήγηση από τους υγειoνομικούς οργανισμούς (CDC, FDA) θα είναι χρήσιμη, αλλά η πίστη σε τέτοιες κυβερνητικές αξιολογήσεις έχει κλονιστεί και δεν μπορεί να αποτελεί τη μόνη πηγή πληροφοριών, είπε.

«Πολλή από αυτή [την πίστη] θα είναι χαμηλότατη, καθότι έχει υπάρξει τόσο μεγάλη δυσπιστία γενικά», είπε ο Drees. «Το να είμαστε πολύ διαφανείς σχετικά με τα όσα γνωρίζουμε και δεν γνωρίζουμε είναι πραγματικά σημαντικό.»

Στο Νοσοκομείο του Όρους Σινά στη Νέα Υόρκη, ο Μπερνάρντ Κάμινς, ένας λοιμωξιολόγος που είναι διευθυντής πρόληψης στο Όρος Σινά και βοηθά στον συντονισμό της διανομής εμβολίων στο νοσοκομείο, είπε ότι ο εμβολιασμός των γιατρών για κορωνοϊό θα μιμηθεί τις προσπάθειες για την προώθηση του ετήσιου εμβολίου γρίπης.

«Όταν σκέφτομαι πόσο άσχημη είναι αυτή η πανδημία, με εκπλήσσει που η διστακτικότητα προς το εμβόλιο είναι στο 50%» μεταξύ του νοσοκομειακού προσωπικού, είπε ο Camins σε διαδικτυακό σεμινάριο την Πέμπτη με σπόνσορα τον εθνικό πάροχο περίθαλψης υγείας EHE Health. 

Πηγή: washingtonpost.com 
Μετάφραση: Κίμων Πετρόχειλος

Σχόλια