Η «μαύρη αλήθεια» πίσω από ένα «άριστο» εκπαιδευτικό σύστημα
Μπορεί οι μαθητές στην Ιαπωνία να μην κάνουν κοπάνες από το σχολείο, να μην αργούν να πάνε στα μαθήματα, να μην αγνοούν ποτέ όσα τους διδάσκει ο καθηγητής τους την ώρα του μαθήματος, μπορεί το ιαπωνικό εκπαιδευτικό σύστημα να κατατάσσεται στα δέκα καλύτερα παγκοσμίως από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF) και την Παγκόσμια Έκθεση Ανταγωνιστικότητας, ωστόσο μεταξύ του 1972 και του 2013, αυτοκτόνησαν 18.084 παιδιά.
Κατά μέσο όρο, 92 παιδιά αυτοκτονούν κάθε χρόνο στις 31 Αυγούστου, 131 την 1η Σεπτεμβρίου και 94 στις 2 Σεπτεμβρίου. Αύξηση στις αυτοκτονίες παιδιών παρατηρείται και στις αρχές Απριλίου, όταν ξεκινά το πρώτο εξάμηνο στα σχολεία της χώρας.
Μάλιστα, η κυβέρνηση της Ιαπωνίας έχει προβεί σε πάρα πολλές ενέργειες -για παράδειγμα, ιδρύοντας ειδικά ινστιτούτα ή ανοίγοντας ειδικές τηλεφωνικές γραμμές- προκειμένου να βοηθήσει όσους έχουν τάσεις αυτοκτονίας.
«Το δεύτερο εξάμηνο ξεκινά σε λίγο. Αν σκέφτεσαι να αυτοκτονήσεις επειδή μισείς το σχολείο τόσο πολύ, γιατί δεν έρχεσαι σε εμάς; Έχουμε κόμικ και ελαφριά μυθιστορήματα. Κανένας δεν θα σε κατσαδιάσει αν περάσεις όλη τη μέρα εδώ. Να μας θυμάσαι σαν το καταφύγιό σου, αν σκέφτεσαι να διαλέξεις τον θάνατο αντί του σχολείου τον Σεπτέμβριο».
Η ανάγνωση και μόνο του tweet μίας δημόσιας βιβλιοθήκης, το οποίο «απαντά» στο δίλημμα αυτοκτονία ή σχολείο, προτρέποντας τα παιδιά να μην πάνε στην τάξη, προκαλεί περίεργα συναισθήματα. Ωστόσο, για την κοινωνία στην Ιαπωνία, αυτό το δίλημμα είναι μία πραγματικότητα.
Για παράδειγμα, όπως αναφέρει το BBC, στη χώρα υπάρχει εφημερίδα ειδικά για παιδιά που αρνούνται να πάνε στο σχολείο. Πρόκειται για μη κερδοσκοπική οργάνωση, η οποία μετρά 17 χρόνια ζωής. Αφορμή για τη δημιουργία της, ήταν τρία τραγικά περιστατικά που συνέβηκαν το 1997: δύο παιδιά αυτοκτόνησαν στις 31 Αυγούστου, και τρία άλλα παιδιά έκαψαν το σχολείο τους την ίδια περίοδο.
«Κόλαση εξετάσεων» και Ρονίν
«Κόλαση εξετάσεων» αποκαλούν την περίοδο προετοιμασίας για την είσοδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ιαπωνία. Ο λόγος είναι ότι ο ανταγωνισμός είναι τόσο υψηλός που μόνο το 76% των αποφοίτων των σχολείων συνεχίζουν την εκπαίδευσή τους μετά το γυμνάσιο.
Στην τελευταία τάξη της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, οι Ιάπωνες μαθητές πρέπει να εξεταστούν σε ένα πολύ σημαντικό διαγώνισμα, που κρίνει το μέλλον τους. Κάθε μαθητής μπορεί να επιλέξει ένα κολέγιο στο οποίο θα ήθελε να πάει κι αυτό το κολέγιο έχει μια συγκεκριμένη απαίτηση βαθμολογίας. Εάν ένας φοιτητής δεν επιτύχει τη βαθμολογία αυτή, δεν μπορεί να εισαχθεί στο συγκεκριμένο κολέγιο.
Αυτή η δοκιμασία είναι το αποκορύφωμα των ετών έντονης προετοιμασίας που αρχίζει ήδη από το νηπιαγωγείο. Οι μητέρες προσεύχονται σε ειδικά ιερά Shinto για την επιτυχία των παιδιών τους και οι σπουδαστές αγοράζουν κούκλες daruma, που έχουν σκοπό να κρατήσουν τα κακά πνεύματα και τους δαίμονες μακριά, για να φέρουν καλή τύχη.
Oι φοιτητές που δεν μπαίνουν σε ένα πολυπόθητο δημόσιο πανεπιστήμιο θα περιμένουν ένα χρόνο για να επαναλάβουν τη δοκιμασία, κατά τη διάρκεια του οποίου, αυτοί οι νέοι ενήλικες, γνωστοί ως Ρονίν, πηγαίνουν φροντιστήριο. Τα φροντιστήρια είναι πολύ διαδεδομένα (λέγονται Juku ή Yobikou). Ειδικεύονται στις τεχνικές λύσης προβλημάτων για τις παραπάνω εξετάσεις. Σε αυτά πηγαίνουν είτε μαθητές παράλληλα με το Λύκειο είτε απόφοιτοι Λυκείου που χρειάζονται έξτρα προετοιμασία για να μπουν στο πανεπιστήμιο. Οι δεύτεροι πηγαίνουν την ημέρα (δίδακτρα $5-7000 το χρόνο). Οι πρώτοι: $100-200 ανά τάξη και ανά μήνα.
Στην Ιαπωνία, όπως και στην Κίνα, η διαδικασία προετοιμασίας για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο αρχίζει νωρίς. Ο ανταγωνισμός γύρω από την τριτοβάθμια εκπαίδευση ώθησε μια κερδοφόρα βιομηχανία προπαρασκευαστικών τάξεων και των λεγόμενων «κυλιόμενων» σχολείων. Αυτά τα προγράμματα είναι τόσο περιζήτητα ώστε ακόμη και οι γονείς κρίνονται σε συνεντεύξεις ενώ οι υποψήφιοι πρέπει τεστάρονται σε εκτιμήσεις ικανότητας (συνήθως αποτελούνται από γραπτό τεστ, έργα τέχνης, παζλ, μέχρι και σωματικές ασκήσεις) για να εξασφαλίσουνε μια θέση. Για να προετοιμαστούν, λοιπόν πηγαίνουν στο σχολείο juku ή cram, μια διαδικασία που απαιτεί τεράστια επένδυση χρόνου και χρήματος, που μόνο η ανώτερη οικονομική τάξη μπορεί να αντέξει οικονομικά. Ορισμένες οικογένειες χρεώνονται για να πληρώσουν το σχολείο cram, το οποίο μπορεί να κοστίσει ως και 13.000 δολάρια το χρόνο, το μισό του μέσου καθαρού εισοδήματος των νοικοκυριών στην Ιαπωνία.
Είναι ενδεικτικό ότι Ρονίν ονομάζονταν οι σαμουράι που έμεναν δίχως άρχοντα όταν αυτός πέθαινε ή σκοτωνόταν σε κάποια μάχη, ήταν αναγκασμένοι να περιπλανιώνται και απουσία ενός δασκάλου, έχαναν την κοινωνική τους θέση και αποκλείονταν από πολλές παραδοσιακές μορφές απασχόλησης. Η αναλογία μεταξύ της σύγχρονης χρήσης του όρου και της σημασίας του στην αρχαιότητα είναι σημαντική, καθώς δηλώνει το κοινωνικό στίγμα που συνδέεται με την αποτυχία της δοκιμασίας για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο.
Σε μια ανάλυση του 2014, οι Ιάπωνες ψυχίατροι διαπίστωσαν ότι περίπου το 58% των Ρονίν που ερευνούσαν είχαν κατάθλιψη. Οι επιστήμονες κατέστησαν σαφή τη σχέση μεταξύ της αγχωτικής σχολικής εκπαίδευσης και της κακής ψυχικής υγείας μεταξύ των φοιτητών που «γονατίζουν» για να επαναλάβουν τη δοκιμασία της εισαγωγής.
Μεταρρύθμιση… λίφτινγκ
Ο έλεγχος στην εκπαίδευση είναι ιδιαίτερα αυστηρός σε ολόκληρη την Ανατολική Ασία και με πολλούς τρόπους φαίνεται να αποδίδει με κριτήρια ανταγωνιστικότητας. Η περιοχή διαθέτει μερικούς από τους σπουδαστές με τις υψηλότερες επιδόσεις μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών: Οι φοιτητές από τη Νότια Κορέα, τη Σαγκάη, το Βιετνάμ, την Ταϊβάν και το Χονγκ Κονγκ έχουν συνήθως καλύτερες επιδόσεις από τους Αμερικανούς ομολόγους τους σε διεθνείς ακαδημαϊκές αξιολογήσεις, λόγω προφανώς των υψηλών προσδοκιών από τα συστήματα εισαγωγής των χωρών τους.
Αλλά η εμμονή πάνω στα ακαδημαϊκά επιτεύγματα των παιδιών κινδυνεύει να θέσει σε κίνδυνο τον ανθρώπινο παράγοντα που βρίσκεται θεωρητικά στον πυρήνα όλων αυτών: τον ίδιο τον φοιτητή. Στην Ιαπωνία, όπου η επιτυχία εισαγωγής στα ανώτερα πανεπιστημιακά ιδρύματα ταυτίζεται με το δείκτη της αξίας τους στην κοινωνία, το Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού, Επιστημών και Τεχνολογίας (MEXT) σχεδιάζει τώρα μια φιλόδοξη μεταρρύθμιση που επιδιώκει να αλλάξει τον ρόλο της αξιολόγησης στο πανεπιστημιακό σύστημα εισαγωγής και να επανεξετάσει τον τρόπο με τον οποίο οι ικανότητες μετριούνται και οι μαθητές εκπαιδεύονται για την επαγγελματική τους ζωή.
Η Ιαπωνία επιδιώκει πλέον τη μεταρρύθμιση της προσέγγισής της στην εκπαίδευση, αντιμετωπίζοντας τις αδυναμίες ενός θεωρητικά αξιοκρατικού συστήματος στο οποίο η απομνημόνευση αποτιμάται πάνω από τις ικανότητες και την ανθεκτικότητα στις κριτικές σκέψεις, πολλές φορές επιβαρύνοντας σοβαρά την ψυχική υγεία των μαθητών.
Εξηγώντας τις μεταρρυθμίσεις που πρόκειται να ισχύσουν από το ακαδημαϊκό έτος 2020, όταν το Τόκιο θα φιλοξενήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες, το MEXT τείνει να αναφέρει την επιρροή της δοκιμασίας εισαγωγής στη μακροοικονομία περισσότερο από ότι τη ψυχική υγεία των μαθητών.
Ο Chihiro Otsuka, αναπληρωτής διευθυντής στο MEXT, υποστηρίζει ότι το υπάρχον σύστημα εισαγωγής δεν καταφέρνει να προετοιμάσει τους Ιάπωνες φοιτητές για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις του κόσμου του 21ου αιώνα και ο λόγος κατά την άποψή του είναι ότι: «Στις παλιές εποχές, ικανότητες όπως η απομνημόνευση τεράστιου όγκου πληροφοριών ... ήταν πολύτιμες στην ιαπωνική αγορά εργασίας. Ωστόσο στον σημερινό κόσμο που αλλάζει γρήγορα, όπου η τεχνητή νοημοσύνη και η τεχνολογία προχωρούν, οι αναμενόμενοι ρόλοι των ανθρώπων αλλάζουν».
Σύμφωνα με τους ιθύνοντες της μεταρρύθμισης, αυτή θα σχεδιαστεί για να αξιολογήσει την κριτική σκέψη, κρίση και έκφραση, θα προωθήσει όχι μόνο την απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων αλλά και την ικανότητα προσαρμογής σε διαφορετικά επαγγελματικά περιβάλλοντα και ανάγκες της αγοράς. Το MEXT πιστεύει ότι αυτό θα οδηγήσει σε μετατόπιση των προτεραιοτήτων όσον αφορά τη διδασκαλία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, θα προετοιμάσει την επόμενη γενιά εργαζομένων για να αντιμετωπίσει μια δύσκολη και συχνά αδίστακτη αγορά εργασίας και τελικά θα διατηρήσει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της χώρας στην παγκόσμια οικονομία.
Αυτές οι αλλαγές αποτελούν μέρος μιας μεγαλύτερης προσπάθειας για να εξασφαλιστεί ότι το σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης της Ιαπωνίας ανταποκρίνεται στις σύγχρονες πραγματικότητες - μεταξύ των οποίων και μια σοβαρή δημογραφική κρίση. Ο νεαρός ενήλικος πληθυσμός της χώρας, η πηγή πιθανών υποψηφίων, έχει μειωθεί. Ο αριθμός των ατόμων ηλικίας 15-24 ετών στην Ιαπωνία το 1950 ανερχόταν σε περίπου 16,2 εκατομμύρια, το 2015, ήταν περίπου 12 εκατομμύρια, εκ των οποίων τα 1,2 εκατομμύρια περίπου ήταν 18 ετών.
Λιγότεροι υποψήφιοι σπουδαστές, εκτός των άλλων, σημαίνει και ότι τα «καλά» και «ακριβά» πανεπιστήμια ενδέχεται να αναγκαστούν να κλείσουν αν αποτύχουν να προσελκύσουν πολλούς φοιτητές και τα δίδακτρά τους.
Είτε έτσι είτε αλλιώς, τα πανεπιστήμια έχουν λίγες επιλογές. Ενώ το υπουργείο Παιδείας δεν μπορεί να κάνει πολλά για τη δημογραφική κρίση της χώρας, οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής θεωρούν ότι η μεταρρύθμιση του συστήματος εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι ένας τρόπος να εξασφαλιστεί ότι ο φοιτητικός πληθυσμός θα είναι καλύτερα εκπαιδευμένος και εξοπλισμένος για την απαιτητική αγορά εργασίας που τον περιμένει.
Στο παρελθόν, μεταρρυθμίσεις αυτής της κλίμακας αντιμετωπίστηκαν με έντονη επιφυλακτικότητα στην Ιαπωνία. Αλλά η κυβέρνηση πιστεύει ότι αυτήν τη φορά θα είναι διαφορετική. «Υπάρχει μια πραγματική βούληση από το υπουργείο για να ξεκινήσει μια πραγματική μεταρρύθμιση», δήλωσε ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Doshisha. Υπάρχει επίσης και η φιλόδοξη πρωτοβουλία του πρωθυπουργού Shinzō Abe για την αναζωογόνηση της οικονομίας της Ιαπωνίας - μια προσπάθεια που αποσκοπεί εν μέρει στην εξάλειψη των συνεπειών από την ταχεία γήρανση του πληθυσμού. Οι προσπάθειες του υπουργείου Παιδείας θα ωφελήσουν τους στόχους οικονομικής ανάπτυξης, καλλιεργώντας ταυτόχρονα ένα σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης που, σύμφωνα με το MEXT, «μετρά τα ανθρώπινα επιτεύγματα με πιο υγιή και ευρύ τρόπο και αποδίδει τις ικανότητες, τις επιθυμίες και την καταλληλότητα των αιτούντων».
Έχοντας περάσει από την «κόλαση των εξετάσεων», οι Ιάπωνες φοιτητές θεωρούν ότι τα φοιτητικά χρόνια είναι οι καλύτερες «διακοπές» στη ζωή ενός ατόμου. Ένα μικρό διάλειμμα από τη σκληρή εκπαίδευση στη σκληρή εργασία. Και ως φαίνεται έχουν απόλυτο δίκιο. Η σκληρή αγορά επιτρέπει στην καλύτερη περίπτωση ένα μικρό διάλειμμα εν ζωή.
Της Μαριάνθης Πελεβάνη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου